Πριν 5 χρόνια, στις 25 Σεπτεμβρίου του 2015, στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, πάνω από 150 ηγέτες κρατών υιοθέτησαν την Ατζέντα 2030.

Η ατζέντα αυτή, των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης με ορόσημο το 2030, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον τερματισμό της φτώχειας, της πείνας και των ανισοτήτων, την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και την προστασία του περιβάλλοντος, τη βελτίωση της πρόσβασης στην υγεία και στην εκπαίδευση. Με τον στόχο για την κλιματική αλλαγή να θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμος, λόγω της μεγάλης του επίδρασης στους υπόλοιπους.

Αυτές τις μέρες (21-24 Σεπτέμβρη) διεξάγεται η 4η σύνοδος των Ηνωμένων Εθνών (και 1η πλήρως διαδικτυακή) με τίτλο: «Πραγματοποιώντας μία ολοκληρωτική επανεκκίνηση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη». Βασικό θέμα συζήτησης αποτελεί η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα και πως επηρεάζει η πανδημία την προσπάθεια αυτή.

Οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου το 2020 εκτιμάται ότι θα μειωθούν κατά 6-8%, λόγω των περιοριστικών μέτρων λόγω του COVID-19. Η ακριβής μείωση θα εξαρτηθεί από την πορεία της πανδημίας και των σχετικών μέτρων αντιμετώπισής της από τις κυβερνήσεις.

Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης των περιοριστικών μέτρων στις αρχές Απριλίου, οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 μειώθηκαν κατά 17% σε σχέση με το 2019. Αυτές οι εκπομπές ήταν ίσες με τα επίπεδα του 2006, ενδεικτικό της ραγδαίας ανόδου τους τα τελευταία 15 χρόνια.

Λίγους μήνες μετά, στις αρχές του Ιουνίου του 2020, οι παγκόσμιες εκπομπές είχαν πλησιάσει στα επίπεδα εκπομπών του 2019 (μειωμένες σε ένα εύρος της τάξης του 5%). Σημειώνεται πως το 2019 είχαμε ρεκόρ εκπομπών, κοντά στους 37 γιγατόνους, κατά 62% αυξημένες σε σχέση με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κλιματική αλλαγή το 1990.

Οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, στις οποίες οφείλεται η κλιματική αλλαγή, είναι σήμερα στα υψηλότερα επίπεδα από καταβολής μετρήσεων. Και συνεχίζουν να αυξάνονται. Οι μειώσεις των εκπομπών το 2020, λόγων της πανδημίας, ελάχιστα επηρεάζουν τον ρυθμό αύξησης των ατμοσφαιρικών συγκεντρώσεων, που είναι το αποτέλεσμα παρελθοντικών και τωρινών εκπομπών, καθώς και της πολύ μεγάλης διάρκειας ζωής του CO2. Μόνο η επίτευξη και διατήρηση μηδενικών εκπομπών μπορεί να σταθεροποιήσει την κλιματική αλλαγή.

Το χάσμα εκπομπών μόνο για να επιτύχουμε τους στόχους για το 2030 εκτιμάται περίπου ίσο με τις συνδυασμένες εκπομπές των 6 σημαντικότερων χωρών ρυπαντών του πλανήτη (Κίνα, Αμερική, Ινδία, Ρωσία, Ιαπωνία, Γερμανία).

Με αυτά τα δεδομένα, ο στόχος του συμφωνίας του Παρισίου για διατήρηση της αύξησης της θερμοκρασίας έως τον 1.5 oC μέχρι το 2100 μοιάζει σχεδόν ανέφικτος. Η μέση θερμοκρασία για την περίοδο 2016-2019 είναι η υψηλότερη που έχει ποτέ καταγραφεί. Και είναι ήδη αυξημένη κατά 1.1 °C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα της περιόδου 1850-1900, που είναι η περίοδος αναφοράς μας για τις θερμοκρασιακές μεταβολές. Την ίδια περίοδο, καταγράφηκε η μεγαλύτερη απώλεια μάζας παγετώνων σε σχέση με κάθε άλλη περίοδο από το 1950.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται κυρίως αντιληπτές μέσω των μεταβολών στις υδρολογικές συνθήκες. Μέχρι το 2050, ο αριθμός των ανθρώπων απειλούμενων από πλημμύρες θα αυξηθεί κατά 50%, προσεγγίζοντας τα 1.6 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Επίσης, ο αριθμός του παγκόσμιου πληθυσμού με δυσκολίες πρόσβασης σε νερό εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κοντά στα 3 δισεκατομμύρια ανθρώπους (από τα 2 που είναι σήμερα). Ήδη, το 2019, 12% του παγκόσμιου πληθυσμού έπινε νερό από μη επεξεργασμένες και επικίνδυνες πηγές, ενώ, πάνω από το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε χωρίς καθόλου εγκαταστάσεις υγιεινής. Οι συνθήκες αυτές χειροτερεύουν λόγω της πανδημίας, αν αναλογιστεί κανείς πως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πανδημία θα οδηγήσει σε απόλυτη φτώχεια 200 με 500 εκατ. ανθρώπους σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη χώρα μας, εάν δεν πετύχουμε τους στόχους, ο μέσος όρος των δασικών πυρκαγιών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί πάνω από 60%, ο τομέας της αγροτικής παραγωγής θα πληγεί ανεπανόρθωτα και, μέχρι το 2100, υπάρχει ο κίνδυνος να ερημοποιηθεί το 40% των εδαφών μας.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι μια επιφανειακή ανάκαμψη από την πανδημία. Αλλά η ενεργοποίηση όλων των εμπλεκομένων μερών να συμμετάσχουν στην προσπάθεια ολικής επανεκκίνησης, με όρους βιωσιμότητας και πραγματικής προόδου αυτή την φορά.

Η νέα γενιά, της πολυδιάστατης κρίσης αλλά και της ελπίδας, είναι η τελευταία που έχει ακόμα το χρόνο να το καταφέρει.

*Ο Χάρης Δούκας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.



kathimerini.gr