Σε θρίλερ εξελίσσεται η υπόθεση των «παλαιοχριστιανών» στην Κορινθία, με την ΕΛ.ΑΣ. να προχωρά στην προσαγωγή του 45χρονου πατέρα της κοινότητας, ενώ τα παιδιά, μαζί με τη 38χρονη μητέρα τους, παραμένουν εξαφανισμένα.
Το πρωί της Κυριακής 18 Φεβρουαρίου η αστυνομία κλήθηκε να ερευνήσει παρουσία εισαγγελέα και με τη συνδρομή κοινωνικών λειτουργών πόσα παιδιά είναι μέλη της κοινότητας που ζει στη συγκεκριμένη περιοχή, εάν έχουν δηλωθεί οι γεννήσεις τους όπως ορίζει ο Νόμος και ποιοι είναι οι γονείς τους.
Ο 45χρονος αντέδρασε στον έλεγχο των αστυνομικών Αρχών και προσήχθη και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα Ξυλοκάστρου, περίπου στις 11:00.
Στο LIVE NEWS μίλησε ο Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, θείος του Μανώλη Καλαϊτζιδάκη.
«Τέσσερα χρόνια η Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε να δει τι συμβαίνει και τις συνθήκες που μένει αυτή η οικογένεια. Ευτυχώς που έγινε αυτό το επεισόδιο για να ψάξουμε τώρα τα πώς και τα γιατί. Εμάς μας ενδιαφέρουν τα παιδιά, και έχουμε εκπλαγεί και εμείς από τις συνθήκες που μένουν τα παιδιά. Ο Μανώλης μεγάλωσε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η μητέρα του ήταν άρρωστη και ο πατέρας του εξαφανισμένος. Τους βοηθήσαμε εμείς. Κάναμε προσπάθειες να πάνε σχολείο τα παιδιά και τους παραχωρήσαμε και ένα σπίτι στην Ικαρία», είπε αρχικά και πρόσθεσε:
«Ο Μανώλης είχε επαφή για την κτηνοτροφία, ήθελε να έχει ζώα. Επίσης, μετά τον προσηλυτισμό που του έγινε από έναν Παλαιοχριστιανό, υπήρχε μία αντιπαράθεση με τις συνθήκες που ζουν οι υπόλοιποι. Βάζω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο πως για θέματα αιμομιξίας, δεν υπάρχει περίπτωση. Αν συμβεί κάτι τέτοιο εγώ θα πάω να αυτοκτονήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση για κάτι τέτοιο».
Η Καλλιόπη Γεωργιάδη είπε με τη σειρά της πως είχε βαφτίσει την μικρή κόρη του 45χρονου τον Αύγουστο του 2019.
«Ο Μανώλης από παιδάκι είχε μία δυσκολία στο να καταλάβει τις κανονικές νόρμες. Ήταν ηθικός όμως. Και ήθελε να φτιάξει μία οικογένεια Παλαιοχριστιανών. Αυτά όμως, μπορεί να τα εφαρμόσεις στη ζωή όταν έχει μία ψυχική ωριμότητα και μια ικανότητα προσαρμογής που το παιδί δεν την είχε. Όταν μου ζητήθηκε να βαφτίσω την Ξένια, εγώ γνώρισα την Σεβαστή και ήταν στην τελευταία τάξη στο Λύκειο. Ζούσαν στον Ωρωπό και η βάφτιση έγινε κοντά σε παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι. Όταν συνέβησαν αυτά εγώ ήξερα πως ο άνθρωπος δούλευε και ήθελε να αλλάξει δουλειά για να πάει κοντά στην κόρη του. Μετά μου είπε πως θα πάνε να ζήσουν στο βουνό αλλά δεν φαντάστηκα τέτοιες συνθήκες. Εγώ τους έστελνα δώρα. Τους είχα πει πως θα πάω το Πάσχα να τους δω αλλά δεν φαντάστηκα αυτές τις συνθήκες».