Ο 20χρονος νεαρός με κουκούλα στο κεφάλι και αλεξίσφαιρο γιλέκο στο στήθος ήταν οπλισμένος με ένα πιστόλι γκλόκ και ένα τυφέκιο AR-15.
Μπήκε στο κατάστημα και με ψυχραιμία έψαξε για τα θύματά του.
Οι ζωγραφισμένες σβάστικες στο τουφέκι του υποδηλώνουν ποιους ανθρώπους έψαχνε.
Άνοιξε πυρ και σκότωσε δύο άντρες και μία γυναίκα, και οι τρεις μαύροι.
Για λίγο οχυρώθηκε μέσα στο κατάστημα και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει σήκωσε το πιστόλι και κάρφωσε μία σφαίρα στο κεφάλι του.
Λίγο μετά έγινε γνωστό πως ο νεοναζί δολοφόνος ονομάζεται Ράιαν Πάλμετερ και πως είχε στείλει ηλεκτρονικά μηνύματα στους γονείς του, στα social media και στο FBI για το έγκλημα μίσους που προετοίμαζε.
«Ήθελε να σκοτώσει νέγρους. Αυτή είναι η μία και μοναδική φορά που χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα στοιχείο πως ο εκτελεστής ανήκει σε κάποια οργάνωση» δήλωσε ο σερίφης του Τζάκσονβιλ.
Ο σερίφης της πόλης ανέφερε πως ο δολοφόνος υποκινήθηκε από φυλετικό μίσος, ότι μισούσε τους Αφροαμερικανούς. Κάτοικοι της Τζάκσονβιλ έκαναν ένα κύκλο και προσευχήθηκαν όλοι μαζί.
«Είμαι συντετριμμένη προφανώς, αυτή είναι μια κοινότητα που έχει υποφέρει ξανά και ξανά τόσες φορές. Εδώ καταλήγουμε» σημείωσε η δήμαρχος.
Ουάσιγκτον: Συμπλήρωση 60 χρόνων από το «όνειρο» του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ
Η επιλογή του χρόνου της επίθεσης από τον αδίστακτο νεοναζί μόνο τυχαία δεν δείχνει να είναι.
Συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ιστορική Πορεία προς την Ουάσιγκτον, στις 28 Αυγούστου του 1963, όταν 250 χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν για τα δικαιώματα των μαύρων.
Πρωτοστάτης του αντιρατσιστικού κινήματος ο πάστορας Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο οποίος συγκίνησε με τον πύρινο λόγο του που άρχιζε με τις λέξεις «Έχω Ένα Όνειρο, I Have a Dream».
Μετά την πορεία, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγινε δεκτός στον Λευκό Οίκο από τον πρόεδρο Τζον Κένεντι, ο οποίος μόλις είχε εξαγγείλει νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο την ισότιμη μεταχείριση των Αφροαμερικανών.
Όμως, οι δολοφονίες του Κένεντι τον Νοέμβριο του ’63 και πέντε χρόνια αργότερα τον Απρίλιο του ’68 του Αφροαμερικανού πάστορα, έβαλαν φρένο στις ελπίδες του μαύρου πληθυσμού για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη.