Ο πλανήτης μας βρίσκεται αντιμέτωπος με μια – με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον – μη αντιστρέψιμη κλιματική καταστροφή, που έχει καταστήσει σαφές ότι τα σημερινά δεκαπεντάχρονα όταν είναι 45 ετών θα αντιμετωπίζουν έναν πλανήτη με μεγάλες αβίωτες εκτάσεις. Γνωρίζουμε, επίσης, με ανατριχιαστική ακρίβεια, ότι αυτό έχει να κάνει με έναν τρόπο παραγωγής που προϋποθέτει μεγάλη κατανάλωση ενέργειας που σε μεγάλο βαθμό παράγεται από ορυκτά καύσιμα, η χρήση των οποίων αυξάνει στην ατμόσφαιρα τη συγκέντρωση των αερίων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή.

Βεβαίως θα μπορούσε υποστηριχτεί ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί αντικαθιστώντας την παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, όλα δείχνουν ότι είναι πολύ δύσκολο να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, ιδίως στις αναπτυγμένες – και με μεγαλύτερη κατανάλωση ενέργειας – οικονομίες. Αυτό σημαίνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πρέπει να βρούμε τρόπους να περιορίσουμε ριζικά την κατανάλωση ενέργειας. Μια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας που προφανώς δεν μπορεί να γίνει ισότιμα σε όλο τον κόσμο, καθώς υπάρχουν περιοχές που ακόμη έχουν ανάγκη να πετύχουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης (άρα και κατανάλωσης ενέργειας).

Όμως, στον αναπτυγμένο κόσμο το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης στηρίζεται στη διαρκή αύξηση της κατανάλωσης προϊόντων. Στη δεκαετία του 1960 και του 1970 η έννοια του καταναλωτισμού συνδέθηκε κυρίως με το ερώτημα της αλλοτρίωσης και η κριτική του καταναλωτισμού συνδέθηκε με μια ευρύτερη κοινωνική αμφισβήτηση. Η υποχώρηση του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού συνέπεσε με την εποχή του νεοφιλελευθερισμού και την εκ νέου αγιοποίηση της κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από παράδοξα που βλέπουμε σήμερα. Οι περισσότερες ηλεκτρικές συσκευές σχεδιάζονται για να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια, όμως η συνολική κατανάλωση ενέργειας δεν μειώνεται, ακριβώς επειδή αυξάνεται ο συνολικός αριθμός ηλεκτρικών συσκευών που χρησιμοποιούμε. Αντίστοιχα, πλήθος καταναλωτικά προϊόντα σχεδιάζονται με το κριτήριο του μειωμένου χρόνου ζωής, ακολουθώντας τα βήματα των εταιρειών ηλεκτρικών λαμπτήρων που επέλεξαν στη δεκαετία του 1920 ένα πρότυπο που εξασφάλιζε ζωή μόνο 1000 ωρών στα προϊόντα τους.

Αύξηση της παραγωγής

Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που ονομάζουμε οικονομική ανάπτυξη δεν είναι μόνο αύξηση της συνολικής παραγωγής, αλλά και αύξηση της συνολικής κατανάλωσης. Μια οικονομία που αναπτύσσεται είναι μια οικονομία στην οποία αυξάνεται η κατανάλωσης, με κάθε δυνατό τρόπο. Αρκεί να αναλογιστούμε σε ποιο βαθμό έχει καταργηθεί η Κυριακή αργία σε πολλές χώρες, με αποτέλεσμα να θεωρείται αυτονόητο ότι η Κυριακή είναι μια μέρα αφιερωμένη στην κατανάλωση. Ή τον τρόπο με τον οποίο η βιομηχανία της ένδυσης προσπαθεί να πολλαπλασιάσει τους κύκλους των αλλαγών στη «μόδα», προσανατολισμένη σε ένα είδος μεγάλης κατανάλωσης φτηνών προϊόντων που παρακολουθούν αυτές τις αλλαγές. Για να μην αναφερθούμε σε εξελίξεις όπως ο τρόπος που ιστορικά έχει αυξηθεί η μέση θερμοκρασία για στεγασμένους χώρους που θεωρείται ανεκτή τον χειμώνα και αντίστοιχα έχει μειωθεί το καλοκαίρι. Όμως, μια επιδιωκόμενη θερμοκρασία σε κλειστούς χώρους π.χ. 22 βαθμών Κελσίου, σημαίνει λειτουργία των κλιματιστικών και των συστημάτων θέρμανσης σε επίπεδα που αυξάνουν τη συνολική κατανάλωση ενέργειας.

Προφανώς υπάρχει η αντίρρηση ότι όλα αυτά συνεπάγονται και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ότι τυχόν απότομη μείωση της κατανάλωσης θα σήμαινε και ανάλογη μείωση της απασχόλησης και του επιπέδου ευημερίας. Άλλωστε, το μεγαλύτερο παράδειγμα που έχουμε για μια χωρά που είδε μια κατάρρευση της κατανάλωσης (συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών ρύπων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή) είναι η τέως ΕΣΣΔ στα πρώτα μετασοσιαλιστικά χρόνια, περίοδος που συνέπεσε με μια χωρίς προηγούμενο για αναπτυγμένη χώρα υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου, με άμεση επιδείνωση ακόμη και δεικτών όπως το προσδόκιμο επιβίωσης.

Επιπλέον. Υπάρχει η αντίρρηση ότι αυτή η αντίληψη μιας δυνατότητας ριζικού περιορισμού του καταναλωτισμού ποτέ δεν έρχεται από τις μάζες των ανθρώπων που αναγκάζονται να εργάζονται σε ιδιαίτερα επισφαλείς συνθήκες για να μπορούν να έχουν ένα στοιχειώδες επίπεδο διαβίωσης, αλλά μάλλον από μεσαία στρώματα που έχουν την πολυτέλεια να κάνουν «υπαρξιακές» επιλογές για το μοντέλο κατανάλωσης που επιλέγουν. Με μία έννοια, ο «λιτός βίος» φαντάζει, στο πλαίσιο αυτής της κριτικής, ως πολυτέλεια όσων έχουν επιλύσει τα βιοτικά τους προβλήματα παρά ως πρόταση για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή.

Όμως, υπάρχει και ο αντίλογος ότι μια κοινωνία που περιορίζει την άσκοπη κατανάλωση, που ιεραρχεί τις ανάγκες και αναστοχάζεται συλλογικά τις προτεραιότητές της, που αποφεύγει τη σπατάλη των φυσικών πόρων και αναδιανέμει τον παραγόμενο πλούτο (και την ενεργειακή κατανάλωση) σε παγκόσμια κλίμακα, είναι τελικά ο μόνος τρόπος για να σταματήσουμε να μετράμε χαμένες ευκαιρίες σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.

«Η μέρα που ο κόσμος σταματά να ψωνίζει»

Αυτόν τον τίτλο διάλεξε για το πρόσφατο βιβλίο του ο δημοσιογράφος J.B. MacKinnon για να συζητήσει όλα τα ζητήματα που αφορούν το πώς μπορούμε να υπερβούμε τις επιπτώσεις του σύγχρονου καταναγκαστικού καταναλωτισμού. Ο MacKinnon υποστηρίζει ότι θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε ακόμη και με μια μικρή μείωση στην παγκόσμια κατανάλωση, π.χ. στο 5%, που δεν θα ισοδυναμούσε με σοβαρή αλλαγή στον τρόπο ζωής, αλλά θα άνοιγε το δρόμο για ένα πολύ πιο βιώσιμο μέλλον.



Πηγή