«Εγώ την ημέρα της δολοφονίας εργαζόμουν στο σπίτι της Σαμπίν και του συζύγου της μέχρι στις 12 παρά τέταρτο. Έφτιαχνα την πέτρινη επένδυση. Είχα τρία χρόνια που δούλευα εκεί. Εκείνη την μέρα ήταν μόνοι τους. Είχαν φιλοξενήσει ένα ζευγάρι, δυο-τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Ο άντρας της έμπαινε στην πισίνα λόγω της ζέστης. Η Σαμπίν εκείνη την ημέρα φορούσε παλιά ρούχα και έκανε δουλειές στο κτήμα. Έκοβε κάτι χόρτα και ήταν κουρασμένη λόγω της ζέστης. Ο σύζυγός της έφτιαχνε τα ηλεκτρικά και μπαινόβγαινε στο γκαράζ που είχε όλα του τα εργαλεία».
Ο μάρτυρας δίνει στοιχεία που ήταν άγνωστα.
«Το τηλέφωνό της δεν θυμάμαι να χτύπησε όσο ήμουν εγώ εκεί. Πήγα ξανά για δουλειά στο σπίτι τρεις – τέσσερις μέρες μετά το θάνατό της. Εκείνη την ημέρα δεν τη θυμάμαι να φτιάχνει μαρμελάδες που με ρωτάτε. Μαρμελάδες είχε κάνει δυο εβδομάδες περίπου πριν, γιατί μου έδωσε και εμένα. Τη στιγμή που ήμουν εκεί δεν φορούσε την ποδιά, με την οποία τη βρήκαν νεκρή».