Η ικανότητα να εμπιστευόμαστε ξεκινά να χτίζεται τη στιγμή που ερχόμαστε στον κόσμο και απολαμβάνουμε με ασφάλεια και σιγουριά τη φροντίδα της μητέρας μας. Μαθαίνουμε έτσι ότι μπορούμε να εμπιστευθούμε. Η εμπιστοσύνη είναι περισσότερο μια αίσθηση που έχουμε για έναν άνθρωπο ή μια κατάσταση ή για τον ίδιο μας τον εαυτό. Συχνά δεν εξηγείται ούτε υποστηρίζεται από τη λογική αλλά στηρίζεται στο ένστικτό μας ότι κάποιος ή κάτι μάς εμπνέει εμπιστοσύνη.
Αλλωστε σε όλες τις σχέσεις είναι απαραίτητο να μπορούμε να εμπιστευθούμε και να νιώσουμε ασφαλείς ακριβώς όπως όταν ήμασταν μικρά παιδιά στο πλαίσιο της οικογένειάς μας. Χρειάζεται όμως σκέψη και όριο όταν αφηνόμαστε στα χέρια κάποιου άλλου ή μιας κατάστασης, κι εκεί υπάρχει η παγίδα του να γίνουμε τελικά εύπιστοι ή, αντίθετα, δύσπιστοι.
Ξεκινάει από τη μητέρα
Η εμπιστοσύνη χτίζεται από τη στιγμή που γεννιόμαστε και αφηνόμαστε στη φροντίδα του σημαντικού προσώπου στη ζωή μας, που είναι συνήθως η μητέρα. Εκείνη η σχέση, που έχει ως στόχο να μας φροντίζει και να ικανοποιεί τις ανάγκες μας, χτίζει την αντίληψή μας σε σχέση με την εμπιστοσύνη αλλά και την ικανότητα που έχουμε ή δεν έχουμε αργότερα στη ζωή μας να εμπιστευθούμε πρώτα τον εαυτό μας και ύστερα τους γύρω μας.
Οπως είναι ίσως προφανές, όσο πιο ασφαλής νιώθει κάποιος στη βρεφική και παιδική του ηλικία τόσο πιο πολύ καταφέρνει να εμπιστευθεί τον εαυτό του και τον κόσμο μεγαλώνοντας.
Προσοχή στον κακό τον λύκο!
Ενα θέμα που απασχολεί πάρα πολλούς γονείς είναι το κατά πόσο μπορούν να «πονηρέψουν» τα παιδιά τους και να τα προστατέψουν από κάποιον που θέλει πιθανώς να τα κοροϊδέψει αφού πρώτα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Τα παιδιά, όπως και οι ενήλικοι, χρειάζεται να ακούν το ένστικτό τους αναφορικά με το ποιον μπορούν να εμπιστευθούν και ποιον όχι. Χρειάζονται όμως κανόνες ώστε να γνωρίζουν ποιο είναι το όριο, όπως για παράδειγμα «Δεν παίρνουμε δώρα ή γλυκά από ξένους», «Δεν μπαίνουμε στο αυτοκίνητο κανενός αν δεν έχουμε την άδεια των γονιών μας» κ.λπ.
Αλλωστε, αυτή ήταν, και είναι ακόμη, η χρησιμότητα των κλασικών παραμυθιών, που έχουν πάντα πολλά κρυμμένα νοήματα και, μεταξύ άλλων, προσπαθούν να προϊδεάσουν τα παιδιά ότι δεν είναι τα πάντα όπως φαίνονται, ότι υπάρχουν συχνά κακοί που θέλουν να μας εκμεταλλευθούν και ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και όχι εύπιστοι.
Ο αφελής εύπιστος και ο κακοπροαίρετος δύσπιστος
Και οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί, τόσο ο εύπιστος όσο και ο δύσπιστος, έχουν αρνητική χροιά γιατί και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά δημιουργούν πρόβλημα στις σχέσεις με τους άλλους. Το γιατί είναι κάποιος εύπιστος ή δύσπιστος έχει να κάνει με διάφορους παράγοντες. Η νεαρή ηλικία, η δυσκολία να σκεφθεί κάποιος περίπλοκα και η έλλειψη εμπειριών μπορεί να τον κάνουν πιο εύπιστο.
Αντίστοιχα, οι πολλαπλές κακές εμπειρίες και ατυχίες θα κάνουν κάποιον δύσπιστο. Σίγουρα παίζουν ρόλο επίσης η ιδιοσυγκρασία μας, τα όσα ακούγαμε και μάθαμε από το σπίτι μας αλλά και τα βιώματα που είχαμε – εμείς οι ίδιοι ή που είδαμε να συμβαίνουν στους γονείς μας – σε σχέση με το πώς και πόσο θα εμπιστευόμαστε.
Για παράδειγμα, το παιδί ενός εξαιρετικά εύπιστου ανθρώπου, ο οποίος εξαπατήθηκε και πληγώθηκε, μπορεί να γίνει μεγαλώνοντας δύσπιστο για να αποφύγει να πάθει ό,τι και ο γονιός του. Ας έχουμε επίσης υπόψη μας ότι πίσω από την ευπιστία μπορεί να κρύβεται ο φόβος σχετικά με το τι θα μπορούσε κανείς να ανακαλύψει αν ήταν καχύποπτος. Ενώ συχνά μαζί με την καχυποψία υπάρχουν η ζήλια, η κτητικότητα και η επιθυμία να ελέγχουμε τους πάντες και τα πάντα.
Εμπιστοσύνη με μέτρο
Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευθείς κάποιον είναι να τον εμπιστευθείς, είχε πει ο Χεμινγκγουέι και οι ειδικοί συμφωνούν μαζί του εξηγώντας ότι η καλύτερη μέθοδος είναι να ξεκινάμε με καλή πρόθεση και να προχωράμε σιγά σιγά. Αν διακρίνουμε συμπεριφορές και στοιχεία που μας κάνουν να υποψιαζόμαστε, τότε θα πρέπει να κάνουμε λίγο πίσω.
Οσοι είναι από τη φύση τους καχύποπτοι θα πρέπει να καταλάβουν ότι χρειάζεται να προσπαθήσουν να δείξουν μια βασική εμπιστοσύνη τουλάχιστον σε ανθρώπους που τους έχουν αποδείξει πως είναι εντάξει μαζί τους στο παρελθόν. Αντίστοιχα, οι εύπιστοι θα πρέπει να περιορίζουν κάθε φορά την εμπιστοσύνη που δείχνουν αναλογιζόμενοι τις παλαιότερες εμπειρίες τους και τις φορές που πιθανώς απογοητεύθηκαν.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη δρα Ναταλία Κουτρούλη, ψυχολόγο με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και στη Συμβουλευτική.