Έως τώρα υπήρχαν αντικρουόμενα στοιχεία κατά πόσο η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου. Για πρώτη φορά μια μελέτη παρακολούθησε ένα μεγάλο αριθμό παιδιών (47.690, εκ των οποίων τα 24.269 γεννήθηκαν με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ενώ τα 231 εμφάνισαν καρκίνο) για μεγάλο χρονικό διάστημα (21 χρόνια κατά μέσο όρο). Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος καρκίνου είναι ίδιος σε γενικές γραμμές με τον κίνδυνο στο γενικό πληθυσμό.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Φλόρα βαν Λιούβεν, επικεφαλής του Τμήματος Επιδημιολογίας του Ινστιτούτου Καρκίνου της Ολλανδίας στο ‘Αμστερνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Human Reproduction» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας, ανέλυσαν στοιχεία από 12 ολλανδικές κλινικές γονιμότητας.
Ο κίνδυνος καρκίνου βρέθηκε να είναι ελαφρώς αυξημένος -αν και όχι σε στατιστικά σημαντικό βαθμό- στα παιδιά που έχουν γεννηθεί με τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης ή ενδοκυτταροπλασμικής έγχυσης σπέρματος (ICSI), καθώς και σε όσα έχουν προέλθει από έμβρυα που είχαν καταψυχθεί πριν τη χρησιμοποίησή τους στη θεραπεία γονιμότητας.
Διαπιστώθηκε μια πολύ μικρή και όχι στατιστικά σημαντική αύξηση του κινδύνου για λεμφοβλαστική λευχαιμία και για μελάνωμα, όμως, σύμφωνα με τον ερευνήτρια Μάντι Σπάαν, τα ευρήματα αυτά μπορεί να οφείλονται στην τύχη, γι’ αυτό πρέπει να ερμηνευθούν με επιφύλαξη αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Τα ευρήματα παρέχουν καθησυχαστικές ενδείξεις ότι τα παιδιά που συλλαμβάνονται μετά από θεραπείες γονιμότητας, δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μετά από μέση παρακολούθηση 21 ετών. Παρόλα αυτά, καθώς ολοένα περισσότερα παιδιά γεννιούνται μέσω μικρογονιμοποίησης και κρυοσυντήρησης των εμβρύων, ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος καρκίνου θα πρέπει να διερευνηθεί σε μεγαλύτερους αριθμούς παιδιών», δήλωσε η βαν Λιούβεν.