Ήταν τον Οκτώβριο του 1907 όταν το USS Albatross, το πρώτο ερευνητικό σκάφος του κόσμου, απέπλευσε από το σαν Φρανσίσκο με προορισμό τις Φιλιππίνες. Στα τρία χρόνια που διήρκεσε η αποστολή, το πλήρωμα συνέλεξε 79.000 δείγματα ψαριών, ανάμεσά τους και 117 νέα είδη.
Τα δείγματα, τα οποία φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ιδρύματος Smithsonian στην Ουάσιγκτον, αποκαλύπτουν τώρα πώς η θαλάσσια βιοποικιλότητα των Φιλιππίνων άλλαξε έπειτα από έναν αιώνα εντατικής αλιείας και ρύπανσης.
Γενετικές αναλύσεις στα διατηρημένα ψάρια και σε σύγχρονα δείγμαγτα έδειξαν ότι η γονιδιακή δεξαμενή σημαντικών ειδών περιορίστηκε –ένα ανησυχητικό εύρημα, δεδομένου ότι η γενετική ποικιλότητα είναι αυτό που επιτρέπει την προσαρμογή των ειδών σε νέες περιβαλλοντικές συνθήκες.
«Η μειωμένη γενετική ποικιλία σημαίνει μειωμένη ικανότητα προσαρμογής στις σημερινές και μελλοντικές αλλαγές στους ωκεανούς» δήλωσε στο περιοδικό Science ο Μάλιν Πίνσκι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια.
Η προσπάθεια ξεκίνησε το 2017, όταν μια διεθνής ερευνητική ομάδα άρχισαν να συλλέγουν φρέσκα δείγματα ψαριών από τις περιοχές που είχε επισκεφθεί το USS Albatross πριν από έναν αιώνα. Αυτή τη φορά οι ερευνητές δεν ταξίδεψαν με ερευνητικό σκάφος –απλά αγόρασαν ψάρια από υπαίθριες αγορές και αλιείς σε λιμάνια.
Το USS Albatross ναυπηγήθηκε το 1882 ως το πρώτο ερευνητικό σκάφος (NOAA)
Η γενετική σύγκριση με τα παλιά δείγματα ήταν εφικτή επειδή το πλήρωμα του USS Albatross δεν διατήρησε τα ψάρια σε διάλυμα φορμόλης, η οποία καταστρέφει το DNA, αλλά σε ρούμι με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ.
Σε μια πρώτη μελέτη, η οποία αναρτήθηκε τον περασμένο μήνα στο αποθετήριο bioRxiv, εξέτασε δύο είδη μικρών ψαριών (Equulites laterofenestra και Gazza minuta) που ζουν στα ρηχά και αποτελούν σημαντικά αλιεύματα.
Και στις δύο περιπτώσεις, η γενετική ποικιλότητα των ειδών διαπιστώθηκε ότι έχει μειωθεί κατά 6% τον τελευταίο αιώνα.
Η ανάλυση έδωσε ενδείξεις ότι η απώλεια αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα μιας γενετικής στενωπού, κάποια στιγμή τα τελευταία 50 χρόνια, όταν ο αναπαραγωγικός πληθυσμός μειώθηκε σε μερικές δεκάδες άτομα, πιθανώς λόγω της ρύπανσης και της υπεραλίευσης στη συγκεκριμένη περιοχή.
Μια δεύτερη μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο The American Naturalist, εξετάζει ένα είδος (Taeniamia zosterophora) που ζει σε κοραλλιογενείς υφάλους και διαπιστώνει ότι η γονιδιακή δεξαμενή του μειώθηκε κατά 4% στο Στενό του Σέμπου, εκεί όπου η αλιεία είναι πιο εντατική, όχι όμως σε έναν απομακρυσμένο ύφαλο.
Τα ποσοστά αυτά είναι μικρότερα από ό,τι σε 140 άλλα είδη που εξέταζε μετα-ανάλυση του 2014, με τη γενετική απώλεια να περιορίζεται στο 2%. Η διαφορά ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι τα ψάρια των τροπικών υφάλων έχουν μικρότερους πληθυσμούς και είναι πιο ευάλωτα στην απώλεια ποικιλότητας.
Υπάρχουν ωστόσο και θετικά ευρήματα, καθώς το 4% των γονιδιακών δεικτών που εξετάστηκαν στη δεύτερη μελέτη παρουσιάζουν ενδείξεις εξελικτικών πιέσεων, κάτι που σημαίνει ότι τα ψάρια βρίσκονται σε διαδικασία προσαρμογής στις μεταβολές του περιβάλλοντος.
Νέα ευρήματα αναμένονται καθώς η προσπάθεια συνεχίζεται. Μέχρι στιγμής, οι ερευνητές έχουν αλληλουχίσει περίπου 5.000 γονιδιώματα 39 ειδών, ένα πολύ μικρό μέρος της συλλογής του USS Albatross.
















