Οι εταιρίες που έχουν ενσωματωμένες στις ιστοσελίδες τους την επιλογή «Like» της Facebook επιτρέποντας να διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών στο αμερικανικό μέσο κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των στοιχείων αυτών, όπως ανακοίνωσε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτού του είδους οι πρόσθετες επιλογές (plugin) σε ιστοσελίδες είναι συνηθισμένο χαρακτηριστικό για το διαδικτυακό εμπόριο καθώς οι εταιρίες θέλουν να προωθήσουν τα προϊόντα τους σε δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά οι επικριτές τους φοβούνται ότι η μεταβίβαση των δεδομένων μπορεί να παραβιάζει τους νόμους περί προσωπικών δεδομένων.

Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ ελήφθη αφού γερμανική καταναλωτική οργάνωση κινήθηκε νομικά κατά της γερμανικής εταιρίας διαδικτυακού εμπορίου Fashion ID για την παραβίαση των κανόνων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων μέσω της χρήσης της συγκεκριμένης επιλογής στην ιστοσελίδα της.

Στη συνέχεια γερμανικό δικαστήριο ζήτησε τη συνδρομή του Δικαστηρίου της ΕΕ, οι δικαστές του οποίου έκριναν ότι οι ιστοσελίδες και η Facebook επωμίζονται από κοινού την ευθύνη.

«Ο διαχειριστής μιας ιστοσελίδας στην οποία έχει ενσωματωθεί η επιλογή ‘Like’ του Facebook μπορεί να είναι υπεύθυνος από κοινού με τη Facebook για τη συλλογή και διαβίβαση στη Facebook δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επισκεπτών της ιστοσελίδας του», ανέφεραν οι δικαστές.

Η γερμανική εταιρία διαδικτυακών πωλήσεων επωφελήθηκε από ένα εμπορικό πλεονέκτημα καθώς η επιλογή ‘Like’ έκανε τα προϊόντα της πιο εμφανή στο Facebook, ανέφερε το δικαστήριο, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι η εταιρία δεν είναι υπεύθυνη για το πώς η Facebook στη συνέχεια επεξεργάζεται τα δεδομένα αυτά.

«Εξετάζουμε προσεκτικά την απόφαση του δικαστηρίου και θα εργαστούμε στενά με τους εταίρους μας για να διασφαλίσουμε ότι μπορούν να συνεχίσουν να επωφελούνται από τα plugins στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα εργαλεία για επιχειρήσεις σε πλήρη συμμόρφωση με τη νομοθεσία», ανέφερε σε ανακοίνωση ο νομικός σύμβουλος της Facebook Τζακ Γκίλμπερτ.

economistas.gr

Πηγή