Οι δεσμεύσεις έχουν αναληφθεί -αν και όχι από όλους. Σε κάθε περίπτωση, ζητούμενο είναι η υλοποίησή τους.

Περισσότεροι από 2.350 εταιρείες, 620 οργανισμοί και 121 χώρες έχουν υπογράψει τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC), ανάμεσά τους οι 35 από τις 38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ (εξαιρούμενων της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αυστραλίας) για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.

Η σύνοδος κορυφής της G7, στην Κορνουάλη, καθώς και η επικείμενη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP26), τον Νοέμβριο, στη Γλασκώβη, θεωρούνται κομβικές για την επίτευξη του στόχου.

Για μηδενικό, δηλαδή, ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσα στην επόμενη 30ετία, ώστε να καταστεί δυνατός ο περιορισμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, συγκριτικά με την προβιομηχανική περίοδο.

Στόχο, με τον οποίο πάντως δεν συμβαδίζουν μεγάλες ρυπογόνες οικονομίες, παρότι έχουν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού.

Η Κίνα έχει μεταθέσει τον στόχο κλιματικής ουδετερότητας για το 2060.

Η Ινδία -τρίτος μεγαλύτερος εκπομπός αερίων του θερμοκηπίου, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα- δεν έχει καν θέσει κάποιο στόχο.

Μη ρεαλιστικό χαρακτηρίζει το χρονοδιάγραμμα έως τα μέσα του αιώνα η Ρωσία, τέταρτη μεγαλύτερος εκπομπός.

Στο μεσοδιάστημα, για τη μετάβαση στην «πράσινη ενέργεια» θα απαιτηθούν σημαντικές ποσότητες σπάνιων γαιών και πολύτιμων μετάλλων -απαραίτητων σε εκατοντάδες εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας και στην ανάδυση της πράσινης τεχνολογίας- στα οποία η Κίνα έχει την πρωτοκαθεδρία.

Αυξημένες ανάγκες, τεράστια ζήτηση

Απαραίτητο στοιχείο για την «πράσινη οικονομία» είναι η κάλυψη των ενεργειακών αναγκών με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η εξάλειψη των μηχανών εσωτερικής καύσης.

Για τη Βρετανία, για παράδειγμα, που έχει θέσει ως στόχο την απαγόρευση από το 2030 των πωλήσεων αυτοκινήτων και φορτηγών με κινητήρες βενζίνης και ντίζελ, το στοίχημα είναι μεγάλο.

Για τη σταδιακή αντικατάσταση των 31,5 εκατομμυρίων βρετανικών βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων με ηλεκτροκίνητα με μπαταρίες, εξηγεί το BBC, θα απαιτηθούν περίπου 207.900 τόνοι κοβαλτίου, 264.600 τόνοι ανθρακικού λιθίου, 7.200 τόνοι νεοδυμίου και δυσπροσίου, και 2.322.500 τόνοι χαλκού.

Κοντολογίς, το διπλάσιο της σημερινής παγκόσμιας παραγωγής κοβαλτίου (χρησιμοποιείται σε ηλεκτρόδια μπαταρίας), το σύνολο της τρέχουσας παραγωγής νεοδυμίου (για τους μαγνήτες ηλεκτροκινητήρων) και τα 3/4 της παγκόσμιας παραγωγής λιθίου (ηλεκτρολύτης μπαταρίας).

Σε παγκόσμιο επίπεδο, δε, για την αντικατάσταση των 1,4 δισεκατομμυρίων οχημάτων με μηχανές εσωτερικής καύσης θα χρειαστούν 40πλάσιες ποσότητες.

Κι αυτό, χωρίς να συνυπολογιστούν οι ποσότητες μετάλλων και μεταλλευμάτων που θα απαιτηθούν για την κατασκευή των απαραίτητων για την πράσινη μετάβαση ανεμογεννητριών και ηλιακών πάρκων.


Για την κλιματική ουδετερότητα λοιπόν, τονίζουν ειδικοί, θα απαιτηθεί εντατικοποίηση των εξορύξεων, έστω και βραχυπρόθεσμα.

Τουλάχιστον μέχρι μια μεγάλης κλίμακας ανακύκλωση να μπορεί να καλύψει την αυξημένη ζήτηση για βασικά εμπορεύματα, όπως το λίθιο.

«Βουνά» διλημμάτων

«Πιστεύω ότι μέχρι το 2035 θα έχουμε εξασφαλίσει μία καλή πηγή ανακυκλωμένου μετάλλου», εκτιμά ο καθηγητής Ρίτσαρντ Χέριγκτον, συντάκτης σχετικής πρόσφατης έκθεσης και επικεφαλής Γεωεπιστημών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου.

«Θα πρέπει να συνεχίσουμε τις εξορύξεις», τονίζει. «Όμως, ευελπιστούμε ότι μέχρι το 2050 θα είχαμε δημιουργήσει μια πραγματικά κυκλική οικονομία, ώστε τα περισσότερα -εάν όχι όλα- από όσα χρειαζόμαστε να προέρχονται από μέταλλα που έχουμε ήδη εξορύξει και τα οποία χρησιμοποιούνται ήδη σε προϊόντα και τεχνολογίες».

Ωστόσο, υπογραμμίζει, είναι επείγον να διευθετηθεί το πού και το πώς θα γίνουν όλα αυτά.

Κατά κύριο λόγο, επειδή η εξόρυξη και επεξεργασία των σπάνιων γαιών και πολύτιμων μετάλλων είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές έως καταστροφικές για το περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα, τον υδροφόρο ορίζοντα και, φυσικά, τον πληθυσμό κοντά στις περιοχές εκμετάλλευσης.

Ειδικά, δε, όσον αφορά στις σπάνιες γαίες, συνδέονται με ραδιενέργεια, η περιβαλλοντική διαχείριση της οποίας έχει ειδικές απαιτήσεις αδειοδότησης -τουλάχιστον στην Ε.Ε. και στη Βόρεια Αμερική- και θεωρείται πολύ ενεργοβόρος και δαναπηρή.

Κατά δεύτερο δε λόγο, επειδή η Κίνα -που στο παρελθόν έχει υπάρξει ασταθής εμπορικός εταίρος στον τομέα- παρέχει σήμερα παγκοσμίως πάνω από το 85% των σπάνιων γαιών.

Ελέγχει σε συντριπτικό βαθμό την αγορά τους. Διαθέτει την τεχνογνωσία -καθώς και πιο χαλαρούς περιορισμούς, συνοδεία κακών συνθηκών εργασίας- για την επεξεργασία των πολύτιμων αυτών πρώτων υλών.

Είναι επίσης το σημείο αναφοράς για περίπου τα 2/3 του εφοδιασμού της παγκόσμιας αγοράς σε σπάνια μέταλλα και ορυκτά, όπως το αντιμόνιο και ο βαρύτης, σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS).

Με τη γεωπολιτική βαρύτητα να αναμένεται να μετατοπιστεί από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες σε χώρες εξόρυξης σπάνιων γαιών και μετάλλων, τα αναδυόμενα προβλήματα, όπως και τα ήδη υπαρκτά διλήμματα για τη Δύση πολλαπλασιάζονται και γίνονται προφανή.



Πηγή