Η εν λόγω βιταμίνη φέρει σημαντικά πρόσθετα οφέλη, όσον αφορά την επιβίωση από τον καρκίνο, σύμφωνα την επίσημη παρουσίαση της σχετικής έρευνας στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας, που έγινε αυτές τις μέρες.
Ο λόγος γίνεται για την βιταμίνη D
“Η βιταμίνη D είχε σημαντική επίδραση στην μείωση του κινδύνου θανάτου ατόμων με καρκίνο, αλλά δυστυχώς δεν καταλήξαμε σε καμία απόδειξη, ότι εκτός από αυτό θα μπορούσε και να προστατεύσει το άτομο από το να αναπτύξει καρκίνο εξαρχής”, δήλωσε ο δρ. Tarek Haykal, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα που σχετίζονται με την πρόληψη ασθενειών από περισσότερους από 79.000 ασθενείς σε πολλαπλές μελέτες, οι οποίες συνέκριναν τυχαία τη χρήση της βιταμίνης D έναντι ενός ψευδοφαρμάκου (placebo) για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών. Ο δρ. Haykal και η ομάδα του εστίασαν σε πληροφορίες που αφορούσαν την εμφάνιση και τη θνησιμότητα από καρκίνο.
“Η διαφορά στο ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ εκείνων που λάμβαναν βιταμίνη D και εκείνων που λάμβαναν το ψευδοφάρμακο ήταν αρκετά σημαντική από στατιστικής άποψης, ώστε έδειξε πόσο σημαντική μπορεί να είναι για τους καρκινοπαθείς”, δήλωσε ο δρ. Haykal.
Η μείωση του κινδύνου θανάτου από καρκίνο για όσους λαμβάνουν συστηματικά βιταμίνη D προσδιορίστηκε στο 13%.
Μάλιστα, μια δεύτερη έρευνα που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο και εστίασε στον καρκίνο του προστάτη, έδειξε ότι οι ασθενείς που λάμβαναν συνδυασμό στατινών και βιταμίνης D είχαν 38% μειωμένη πιθανότητα θανάτου από το καρκίνο τους.
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Αν και τα ευρήματα αυτά αφήνουν μεγάλες υποσχέσεις για την επίδραση της βιταμίνης D στον θνητότητα από καρκίνο, ο δρ. Haykal προειδοποίησε ότι η ακριβής ποσότητα της βιταμίνης D που πρέπει να λαμβάνεται και ποια επίπεδα χρειάζονται στο αίμα είναι ακόμη άγνωστοι παράγοντες. Είπε επίσης ότι δεν είναι σαφές κατά πόσο περισσότερο η βιταμίνη D επεκτείνει τη διάρκεια ζωής ούτε και γιατί συμβαίνει αυτό.
“Υπάρχουν ακόμα πολλά ερωτήματα και χρειάζεται περισσότερη έρευνα”, δήλωσε ο δρ. Haykal. “Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι απαιτούνται τουλάχιστον τρία χρόνια από την λήψη του συμπληρώματος, για να υπάρχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα”, πρόσθεσε.
Πηγές: iatropedia.gr