Η αύξηση του χρόνου που κοιμόμαστε κατά τουλάχιστον 21 λεπτά μειώνει τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο, τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και των μεταβολικών νοσημάτων σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική που δημοσιεύθηκε στο Journal of Sleep Research.
Οι ερευνητές κατέληξαν σtο παραπάνω συμπέρασμα αναλύοντας επτά μελέτες οι οποίες στόχευαν στην αύξηση της διάρκειας του ύπνου στους ενήλικες χρησιμοποιώντας κάθε δυνατή παρέμβαση.
Στις μελέτες που αναλύθηκαν συμμετείχαν 138 εθελοντές που ήταν υγιείς, υγιείς χωρίς επαρκή ποσότητα ύπνου, υπέρβαροι χωρίς επαρκή ποσότητα ύπνου ή προϋπερτασικά ή υπερτασικά άτομα χωρίς επαρκή ποσότητα ύπνου.
Οι παρεμβάσεις παράτασης του ύπνου διήρκεσαν από τρεις μέρες έως έξι εβδομάδες και όλες αύξησαν με επιτυχία το συνολικό χρόνο ύπνου των συμμετεχόντων από 21 έως 177 λεπτά.
Η παράταση της διάρκειας του ύπνου συσχετίστηκε με καλύτερες μετρήσεις ευαισθησίας στην ινσουλίνη και μείωση της συνολικής όρεξης, της επιθυμίας για γλυκές και αλμυρές τροφές, της ημερήσιας πρόσληψης ζάχαρης και του ποσοστού της ημερήσιας πρόσληψης πρωτεΐνης.
«Δεδομένων των ξεκάθαρων αποδείξεων ότι ο ύπνος λιγότερο από επτά ώρες συνδέεται με αυξημένο καρδιομεταβολικό κίνδυνο, προκαλεί έκπληξη ότι τόσο λίγες μελέτες έχουν εξετάσει αν η παράταση της διάρκειας του ύπνου μπορεί να μειώσει τον καρδιομεταβολικό κίνδυνο», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Rob Henst.
«Αν και έχουμε επικεντρωθεί σε μελέτες με παρεμβάσεις για παράταση του ύπνου, σε αυτή την ανασκόπηση είναι επίσης φανερό ότι η κακή ποιότητα ύπνου ενδέχεται να είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιομεταβολική νόσο», πρόσθεσε ο Δρ. Dale Rae, εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Επομένως είναι απαραίτητες μελλοντικές μελέτες που θα εξετάζουν παρεμβάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου», καταλήγει ο ερευνητής.