Η κατανάλωση ροφημάτων με ζάχαρη ή τεχνητά γλυκαντικά αυξάνει τον κίνδυνο αρρυθμίας, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Circulation: Arrhythmia and Electrophysiology της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας.
Η κολπική μαρμαρυγή είναι μια κατάσταση κατά την οποία η καρδιά χτυπά ακανόνιστα, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου κατά πέντε φορές. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, περισσότεροι από 12 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή έως το 2030.
Η κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών έχει συνδεθεί με τον διαβήτη τύπου 2 και την παχυσαρκία σε προηγούμενες μελέτες και η παρούσα μελέτη είναι μία από τις πρώτες μελέτες μεγάλης κλίμακας που αξιολογούν τη συσχέτισή της με την κολπική μαρμαρυγή.
Μια ανάλυση δεδομένων υγείας για περισσότερους από 200.000 ενήλικες ηλικίας 37-73 ετών από τη βρετανική τράπεζα βιοϊατρικών δεδομένων, Biobank, διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος αρρυθμίας, γνωστής ως κολπική μαρμαρυγή, ήταν 20% υψηλότερος στους ενήλικες που ανέφεραν ότι έπιναν περισσότερα από δύο λίτρα την εβδομάδα ποτά με τεχνητά γλυκαντικά, σε σύγκριση με εκείνους που έπιναν λιγότερα τέτοια ποτά. Η μελέτη διαπίστωσε ότι: “Η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών είναι πολύ επικίνδυνη. Παράλληλα, ο κίνδυνος ήταν 10% υψηλότερος για όσους ανέφεραν ότι έπιναν παρόμοιες ποσότητες ποτών με ζάχαρη.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για 10 χρόνια. Ελήφθησαν δείγματα αίματος για τη μέτρηση του γενετικού κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής και οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν επίσης ένα ερωτηματολόγιο διατροφής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο κίνδυνος ήταν υψηλός ανεξάρτητα από τη γενετική ευαισθησία των συμμετεχόντων στη μελέτη.
Επίσης, το κάπνισμα μπορεί να επηρεάσει τον κίνδυνο, με τους καπνιστές που έπιναν περισσότερα από δύο λίτρα ζαχαρούχων ποτών την εβδομάδα να έχουν 31% υψηλότερο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής.
Αντίθετα, η κατανάλωση λιγότερου από ένα λίτρο μη ζαχαρούχου φυσικού χυμού φρούτων ή λαχανικών την εβδομάδα μείωσε τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής κατά 8%.
Τέλος, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, ενώ η μελέτη δεν επιβεβαίωσε αν προκαλεί κολπική μαρμαρυγή, η συσχέτιση παρέμεινε, ακόμη και όταν ελήφθη υπόψη η γενετική ευαισθησία στην κολπική μαρμαρυγή.