Ο Μέγας Αντώνιος, ο οποίος ζούσε από νεαρή ηλικία στην έρημο, αναρωτήθηκε μία ημέρα αν υπάρχει άλλος μοναχός, που να ζη στην ενδότερη έρημο. Την εποχή εκείνη ο Άγιος είχε φθάσει στην ηλικία των ενενήντα χρόνων. Την ίδια νύκτα, ενώ σκεπτόταν αυτά,παρουσιάστηκε μπροστά του Άγγελος Κυρίου και του είπε:

Πήγαινε στα ενδότερα της ερήμου, να βρης τον Αββά Παύλο, που είναι πιο ενάρετος από σένα, και θα λάβης από εκείνον μεγάλη ωφέλεια.

Ο Μέγας Αντώνιος υπάκουσε και, αφού περπάτησε τρεις ημέρες συναντώντας μόνο ίχνη αλόγων ζώων, πατήματα θηρίων και φαντάσματα δαιμόνων, είδε ένα λιοντάρι, το οποίο στάθηκε ήρεμο μπροστά του. Κατέβασε το κεφάλι του, σαν να υποκλινόταν μπροστά στον Άγιο, και μετά έκανε μεταβολή και άρχισε ν’ ανεβαίνη σ’ ένα βουνό, κοιτάζοντας κάθε τόσο πίσω του. Ήταν ολοφάνερο πώς προέτρεπε τον Άγιο να το ακολουθήση. Σε λίγο έφθασαν μπροστά σ’ ένα σπήλαιο και το λιοντάρι μπήκε μέσα. Ο Άγιος Αντώνιος διέκρινε ένα φως στο σπήλαιο και κατάλαβε ότι εκεί διέμενε ο Όσιος Παύλος ο Θηβαίος, τον οποίο αναζητούσε.

(Ο Όσιος Παύλος ο Θηβαίος είχε γεννηθεί το 227 στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου και το 250 είχε φύγει στην έρημο. Έζησε στο σπήλαιο αυτό ενενήντα ένα χρόνια και κοιμήθηκε σε ηλικία εκατόν δεκατεσσάρων χρόνων).

Ο Όσιος Παύλος υποδέχθηκε στο σπήλαιό του τον Άγιο Αντώνιο με αγάπη, και αφού ασπάσθηκαν αλλήλους, άρχισαν να συνομιλούν και να αγάλλωνται πνευματικώς.

Κάποια στιγμή ο Άγιος Αντώνιος είδε επάνω σ’ ένα δέντρο ένα κοράκι, το οποίο κρατούσε στο στόμα του έναν ακέραιο άρτο. Ξαφνικά το κοράκι άνοιξε τα φτερά του, πέταξε κοντά τους, έκανε μερικούς κύκλους επάνω από τα κεφάλια τους και τέλος απέθεσε τον άρτο μπροστά στα πόδια τους. Ο Άγιος θαύμασε γι’ αυτό το παράδοξο γεγονός και τότε ο Όσιος Παύλος του εξήγησε πως, εξήντα ολόκληρα χρόνια που ζούσε σ’ εκείνο το σπήλαιο, το κοράκι του έφερνε καθημερινώς τροφή, αλλά μισό άρτο κάθε φορά.

-Σήμερα όμως, λόγω της δικής σου παρουσίας, εδιπλασίασε το σιτηρέσιο, προσέθεσε ο Όσιος Παύλος και ευχαρίστησαν και οι δύο τον Κύριον.

Όταν ήταν να φύγη ο Άγιος Αντώνιος, ο Όσιος Παύλος του είπε:
-Αδελφέ, ο Θεός μου υποσχέθηκε, ότι θα σ’ έβλεπα πριν φύγω από την ζωή. Σε έστειλε σε μενα, για να εναποθέσης το σώμα μου στο χώμα. Γι’ αυτό πήγαινε στην Σκήτη σου και φέρε μου τον μανδύα του Μεγάλου Αθανασίου, για να με σκεπάσης.

Ο Άγιος Αντώνιος λυπήθηκε στο άκουσμα αυτών των λόγων, έφυγε όμως γρήγορα για να εκτελέση την παράκλησι του Οσίου.

Στην επιστροφή, κι ενώ πλησίαζε την σπηλιά του Οσίου Παύλου, είδε ένα όραμα: Αγγέλων τάγματα, Προφητών και Αποστόλων χορούς, Μαρτύρων και Οσίων στρατεύματα, και ανάμεσά τους η ψυχή του Οσίου Παύλου. Στο θέαμα αυτό ο Μέγας Αντώνιος δεν μπόρεσε να συγκρατήση την λύπη του. Έπεσε καταγής και έκλαψε. Ύστερα σηκώθηκε και άρχισε να τρέχη προς την σπηλιά. Όταν έφθασε, βρήκε τον Όσιο γονατιστό, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Έχοντας την εντύπωσι, ότι ήταν ακόμα ζωντανός και προσευχόταν, άρχισε να προσεύχεται κι εκείνος. Αφού πέρασε πολλή ώρα χωρίς να κινηθή καθόλου ο Όσιος, ο Άγιος Αντώνιος αντελήφθη ότι είχε τελειώσει προσευχόμενος. Τον ετύλιξε με τον μανδύα του, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξερε. Μετά θέλησε να τον ενταφιάση, αλλά δεν ήξερε πώς να σκάψη την γη, γιατί δεν είχε κανένα εργαλείο μαζί του.

Καθώς στεκόταν περίλυπος, είδε δύο άγρια λιοντάρια να έρχωνται τρέχοντας από την έρημο και στην αρχή – ως άνθρωπος – φοβήθηκε. Τα θηρία πλησίασαν πρώτα το λείψανο του Οσίου Παύλου κουνώντας την ουρά τους και άρχισαν να γλύφουν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Ύστερα, όταν κατάλαβαν ότι ο Όσιος Παύλος είχε τελειώσει, έβγαλαν ένα βρυχηθμό, σαν κραυγή απελπισίας, και έπεσαν συντετριμμένα στα πόδια του.

Ο Άγιος Αντώνιος απόρησε που, ακόμα και τα λιοντάρια θεωρούσαν συμφορά την αναχώρησι του Οσίου. Θαύμασε όμως ακόμη περισσότερο, όταν τα είδε να σκάβουν με τα νύχια τους την γη και να πετούν το χώμα έξω, ανοίγοντας έναν λάκκο ίσον σε μέγεθος με το λείψανο του Οσίου Παύλου.

Μόλις τελείωσαν την εργασία αυτή τα λιοντάρια πλησίασαν τον Άγιο Αντώνιο, κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και κλίνοντας το κεφάλι, σαν να του ζητούσαν ευλογία. Κι εκείνος, υψώνοντας τα χέρια του στον ουρανό είπε:
-Κύριε ο Θεός της γνώσεως, χωρίς το πρόσταγμά Σου ούτε φύλλο πέφτει από το δένδρο, ούτε πουλί πέφτει στην γη. Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και στα θηρία αυτά τον μισθό τους.

Έπειτα έκανε με το χέρι του νόημα στα λιοντάρια να φύγουν. Εκείνα, πλησίασαν πρώτα το λείψανο του Οσίου Παύλου, το ασπάσθηκαν και μετά έφυγαν.

Ο Άγιος Αντώνιος ενταφίασε το ιερό λείψανο (15 Ιανουαρίου 341) και αφού περίμενε μία ημέρα ακόμα, μήπως εμφανιστεί το κοράκι με τον άρτο – κάτι που δεν έγινε -, επέστρεψε στο κελλί του.

Πηγή: Ορθόδοξη Πορεία



agrinio24.gr