Ενισχυμένη από τα ενωμένα συνδικάτα, η διελκυστίνδα μεταξύ “του δρόμου” και της γαλλικής κυβέρνησης για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του Εμανουέλ Μακρόν έχει ως επί το πλείστον λάβει τη μορφή απεργιών και διαδηλώσεων από τα μέσα Ιανουαρίου. Ωστόσο, η απόφαση της κυβέρνησης να παρακάμψει την Κάτω Βουλή, επικαλούμενη το άρθρο 49.3 του γαλλικού Συντάγματος την Πέμπτη 16 Μαρτίου, έχει πλήξει πλέον έντονα τη σχετική πλειοψηφία του Μακρόν έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τη Δευτέρα 20 Μαρτίου, η κυβέρνηση Μακρόν επιβίωσε μιας κρίσιμης ψηφοφορίας δυσπιστίας με μόλις 9 ψήφους, επισπεύδοντας την έγκριση του νομοσχεδίου και ώθησε χιλιάδες να ξεχυθούν στους δρόμους σε αυθόρμητες διαμαρτυρίες. Εν τω μεταξύ, μια διαρκώς αυξανόμενη πλειοψηφία Γάλλων πολιτών απορρίπτει τη νομοθεσία, η οποία θα αυξήσει την ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.
Χωρίς να αποτελεί εξαίρεση, η 16η Μαρτίου σηματοδοτεί την 100ή φορά υπό την Πέμπτη Δημοκρατία της Γαλλίας που η εκτελεστική εξουσία επέλεξε να αξιοποιήσει ειδικές εξουσίες για να περάσει αναγκαστικά ένα αντιδημοφιλές μέτρο. Ο Πρόεδρος Μακρόν χρησιμοποίησε το άρθρο μία φορά στην πρώτη του θητεία (2017-2022) και 11 φορές από την έναρξη της δεύτερης θητείας του, τον Ιούνιο του 2022.
Το άρθρο 19 παράγραφος 3 του Συντάγματος της Γαλλίας – ευρέως γνωστό ως “49.3”, που εισήχθη στο Σύνταγμα της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958 με συγγραφέα τον Michel Debré, είχε σκοπό να «εξορθολογίσει» το κοινοβουλευτικό σύστημα και να επιλύσει κρίσεις και αδιέξοδα, παραδίδοντας τα ηνία στην εκτελεστική εξουσία.
Διαδοχικές γαλλικές κυβερνήσεις τα τελευταία 20 χρόνια σχεδόν συστηματικά καταφεύγουν σε αυτό για να περάσουν νόμους που τροποποιούν ριζικά το σύστημα πρόνοιας ή τους εργασιακούς κανονισμούς της χώρας – ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι υποχωρούν στη συνέχεια υπό την πίεση του δρόμου.
Ο Μάης του ’68 ήταν και κοινοβουλευτική κρίση
Βασική αναφορά στην ιστορία των κινημάτων διαμαρτυρίας τα τελευταία 50 χρόνια, η κρίση του Μάη του 68 δεν έλαβε χώρα μόνο στις αίθουσες διαλέξεων και στους δρόμους. Ενέπνευσε επίσης την αντίθεση στον Γκωλισμό, την πολιτική σκέψη που γεννήθηκε από τον ηγέτη της γαλλικής αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρώην πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle) (1959-1969).
Εξαντλημένος από 10 χρόνια διακυβέρνησης, ο Ντε Γκωλ γαντζώθηκε στην εξουσία με μια ελάχιστη πλειοψηφία, τόσο στην κοινή γνώμη, όσο και στην εθνοσυνέλευση. Στις 24 Απριλίου 1968, η ψηφοφορία δυσπιστίας για τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση απέτυχε λόγω έλλειψης 8 ψήφων. Καθώς η εκτελεστική εξουσία καταπιανόταν με το πώς έπρεπε να ανταποκριθεί στα αιτήματα φοιτητών και εργαζομένων, η αντιπολίτευση εξέδωσε νέα ψήφο μομφής, η οποία συζητήθηκε σε κλίμα ακραίας έντασης στις 21 και 22 Μαΐου.
Στη συνέχεια, ο ηγέτης της μη κομμουνιστικής αριστεράς, Φρανσουά Μιτεράν (ο οποίος έγινε πρόεδρος από το 1981 έως το 1995), μίλησε για μια καθεστωτική κρίση που υπονόμευε το «σύστημα» στην εξουσία και κάλεσε για μια πολιτική «εναλλακτική», την οποία δήλωσε έτοιμος να ενσαρκώσει. Αν και επικριτικός για τη διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση, ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν (Valéry Giscard d’Estaing) (πρόεδρος από το 1974 έως το 1981) και η ομάδα του των Ανεξάρτητων Ρεπουμπλικανών στάθηκαν στο πλευρό της εκτελεστικής εξουσίας. Η ψήφος μομφής απέτυχε, με 233 βουλευτές να ψηφίζουν υπέρ – 11 λιγότερους από τους 244 που απαιτούνται.
Ωστόσο, η κοινοβουλευτική νίκη δεν αρκούσε για να αποκαταστήσει τη νομιμότητα της κυβέρνησης, εν μέσω αδυσώπητων φοιτητικών και εργατικών διαμαρτυριών. Στις 30 Μαΐου, λοιπόν, ο ντε Γκωλ ακολούθησε τη συμβουλή του πρωθυπουργού του, Ζωρζ Πομπιντού, προκαλώντας νέες βουλευτικές εκλογές, αφού είχε παίξει για κάποιο διάστημα με την ιδέα ενός δημοψηφίσματος για τη μεταρρύθμιση.
Εκμεταλλευόμενοι τους φόβους της επαναστατικής αταξίας, οι Γκωλιστές εξασφάλισαν μια άνευ προηγουμένου πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές της 23ης και της 30ής Ιουνίου 1968. Αλλά η νίκη ήταν τότε, για άλλη μια φορά, επισφαλής και πολύ συνδεδεμένη με αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Στην πραγματικότητα, η εμφύλια αναταραχή του 1968 επέφερε σοβαρό πλήγμα στην κυβέρνηση, ωθώντας τον Ντε Γκωλ να παραιτηθεί 10 μήνες αργότερα, μετά την αποτυχία του συνταγματικού δημοψηφίσματος του Απριλίου 1969 για την κυβερνητική αποκέντρωση.
Μαζικές διαδηλώσεις
Μαζικές διαδηλώσεις συγκλόνισαν ξανά την εκτελεστική εξουσία το 1984. Με επικεφαλής τον Πιερ Μορουά (Pierre Mauroy) (πρωθυπουργός υπό τον Φρανσουά Μιτεράν από το 1981 έως το 1984), η κατά κύριο λόγο σοσιαλιστική κυβέρνηση αντιμετώπισε σκληρή αντιπολίτευση σχετικά με το “νομοσχέδιο Savary”, το οποίο στόχευε στη δημιουργία ενός ενιαίου και κοσμικού συστήματος εθνικής εκπαίδευσης.
Η κυβέρνηση είχε την πλειοψηφία που χρειαζόταν για να εγκρίνει το κείμενο, το οποίο ήταν μέρος 110 προτάσεων που υπέβαλε ο Μιτεράν το 1981. Ωστόσο, υπέκυψε στη χρήση του άρθρου 49.3 στις 23 Μαΐου 1984 για να προωθήσει το νομοσχέδιο μετά από μια πρώτη ανάγνωση στην Εθνοσυνέλευση .
Η πίεση στο δρόμο και στην κοινή γνώμη ήταν τέτοια, που ο Μιτεράν ανακοίνωσε τελικά την απόσυρση του νομοσχεδίου στις 12 Ιουλίου 1984, με αποτέλεσμα τις παραιτήσεις του υπουργού Παιδείας, Αλαίν Σαβαρύ (Alain Savary) και του πρωθυπουργού Πιερ Μορουά.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ζακ Σιράκ πήρε την ίδια απόφαση εν μέσω μεγάλης κλίμακας διαμαρτυριών ενάντια στο νομοσχέδιο Devaquet, το οποίο προσπαθούσε να επιτρέψει στα πανεπιστήμια να επιλέγουν φοιτητές και να εισάγουν ανταγωνισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
1995: Η μητέρα όλων των διαμαρτυριών ενάντια στη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση
Μεταξύ 1988 και 1993, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις απολάμβαναν μόνο σχετικές πλειοψηφίες στην εθνοσυνέλευση. Αλλά όταν κατέφυγαν στο άρθρο 49.3 ή αντιμετώπισαν ψήφους δυσπιστίας που μερικές φορές παραλίγο να τους ανατρέψουν, δεν ήταν ποτέ σε ένα πλαίσιο μαζικών ή ριζοσπαστικών διαμαρτυριών για τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτό άλλαξε τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1995 με την αντίθεση σε ένα πακέτο λιτότητας γνωστό με το όνομα του τότε πρωθυπουργού, Αλέν Ζυπέ. Οι μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούσαν στη σύσφιξη των δημόσιων οικονομικών ενόψει της υιοθέτησης του ευρώ από τη Γαλλία, θα είχαν – μεταξύ άλλων – αύξηση της συνεισφοράς των εργαζομένων στα συνταξιοδοτικά ταμεία και θα ευθυγράμμιζαν τα εξειδικευμένα συνταξιοδοτικά καθεστώτα με αυτά του ευρύτερου κοινού.
Το νομοσχέδιο προκάλεσε αναταραχές σε κλίμακα που δεν έχει παρατηρηθεί από το 1968, παρόλο που η κυβέρνηση είχε μεγάλη πλειοψηφία στις δύο συνελεύσεις. Όπως και το 1986, η κυβέρνηση κατέληξε να αποσύρει το νομοσχέδιο στις 15 Δεκεμβρίου 1995, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη της εθνοσυνέλευσης.
Ο σοσιαλιστής πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ (2012-2017), επίσης, έκανε άφθονη χρήση του άρθρου. Προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, ο τότε υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν είδε το νομοσχέδιο-πλαίσιό του για την απορρύθμιση της εργασίας – συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων για παράταση της νυχτερινής και κυριακάτικης εργασίας – να γίνεται νόμος χωρίς ψηφοφορία. Ομοίως, η εργατική νομοθεσία που προτάθηκε από τη Myriam El Khomri, επιβλήθηκε κατά την πρώτη ανάγνωση (στις 10 Μαΐου 2016) και κατά την τελική έγκριση (στις 21 Ιουλίου).
Η ψήφιση ενός νόμου δεν είναι το τέλος της ιστορίας
Υπό την πρώτη θητεία του Μακρόν (2017-2022), ο Πρωθυπουργός Εντουάρντ Φιλίπ κατέφυγε στο άρθρο 49.3 μία φορά στις 29 Φεβρουαρίου 2020 για να προωθήσει το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο το οποίο, εκείνη την εποχή, είχε σκοπό να αντικαταστήσει τα ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα της Γαλλίας με ένα καθολικό σύστημα. Η κυβέρνηση απολάμβανε την απαραίτητη πλειοψηφία για να περάσει το κείμενο, αλλά ήθελε να δώσει γρήγορα τέλος στις διαμαρτυρίες που, ένα χρόνο μετά το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», υπονόμευαν την πολιτική και εκλογική της βάση.
Στις 16 Μαρτίου 2020, ο Μακρόν, ωστόσο, δικαιολόγησε την παύση των συζητήσεων σχετικά με τη μεταρρύθμιση με αιτιολογία την πανδημία του Covid-19. Από την ανάληψη των καθηκόντων του, η αδιάλλακτη στάση του απέναντι στα κοινωνικά αιτήματα έχει προκαλέσει τον σάλο των συνδικάτων και αναμφίβολα συνέβαλε στην εξέλιξη του εκλογικού του σώματος προς τη μετριοπαθή δεξιά.
Η κυβέρνηση της Ελίζαμπεθ Μπορν δεν είναι η πρώτη που χρησιμοποιεί την εξουσία της στο κοινοβούλιο για να περάσει μια αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση και να προσπαθήσει να βάλει τέλος σε μια αναταραχή που, αν συνεχιζόταν, θα έβλαπτε τη φήμη της κυβέρνησης. Ωστόσο, μια κοινοβουλευτική νίκη που αποκτήθηκε μέσω του άρθρου 49.3 ή η απόρριψη μιας ψήφου δυσπιστίας δεν αρκεί για να ανακτήσει τη νομιμότητα – ο ίδιος ο Σαρλ ντε Γκωλ το βίωσε τον Μάιο του 1968. Αρκετοί νόμοι που εγκρίθηκαν με αυτόν τον τρόπο δεν εκδόθηκαν.
Έτσι, σε καμία περίπτωση η ψηφοφορία της 20ης Μαρτίου δεν θέτει τέλος σε αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο επεισόδιο για την προεδρία του Εμμανουέλ Μακρόν.
* Το άρθρο (που δημοσιεύεται σε ελεύθερη μετάφραση / απόδοση) είναι του Ιστορικού Ματίας Μπερνάρντ (Πανεπιστήμιο Clermont Auvergne) και δημοσιεύθηκε αρχικά στο The Conversation.