Μηχανές παραγωγής κερδών από δάνεια και καταθέσεις έχουν γίνει και πάλι οι ελληνικές τράπεζες, εκμεταλλευόμενες στο έπακρο την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων για να ενισχύσουν το περιθώριο κέρδους τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιανουάριο η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανείων και καταθέσεων ξεπέρασε ακόμη και το 5%, καθώς οι τράπεζες προχώρησαν τους τελευταίους μήνες σε μεγάλες αυξήσεις στα επιτόκια δανείων, ενώ πέρασαν με… σταγονόμετρο αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων.

Το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε τον Ιανουάριο στο 5,22%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ενώ πριν αρχίσει ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ, τον Ιούνιο 2022, ήταν 3,46%. Δηλαδή, οι τράπεζες έβαλαν… στην τσέπη το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ, που ήταν 2,50% τη συγκεκριμένη περίοδο, αυξάνοντας κατά 1,76% το περιθώριό τους. Αυτός είναι και ο κύριος παράγοντας που οδήγησε σε υψηλή κερδοφορία τις τράπεζες το 2022, κάτι που αναμένεται να συνεχισθεί και φέτος.

Αυτοί που πληρώνουν κατά κύριο λόγο το… μάρμαρο των αυξημένων επιτοκίων είναι όσοι έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο έχει υπερδιπλασιασθεί σε σχέση με την περίοδο πριν την έναρξη αύξησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων και ξεπέρασε το 4% τον Ιανουάριο. Σε ό,τι αφορά τις προθεσμιακές καταθέσεις, όπου οι τράπεζες περνούν κάποιες αυξήσεις, το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών αυξήθηκε κατά 0,13%, στο 0,46% τον Ιανουάριο, ενώ μεγαλύτερες αυξήσεις θα δουν οι καταθέτες από τον Φεβρουάριο, καθώς οι τράπεζες παρουσίασαν νέα προϊόντα με καλύτερες αποδόσεις.

Η γενική εικόνα, όπως την περιγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος για τον Ιανουάριο είναι ότι το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,12%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 5,36%. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,24  εκατοστιαίες μονάδες. Τον Ιανουάριο του 2023, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 0,11%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων αυξήθηκε στο 5,33%. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,22 εκατοστιαίες μονάδες.

Σημειώνεται ότι οι τράπεζες έχουν σχεδιάσει να περάσουν όσο πιο αργά και όσο λιγότερο γίνεται στους καταθέτες τα αυξημένα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την ώρα που θα αυξάνονται τα επιτόκια στα δάνεια. Περίπου επτά μήνες μετά την έναρξη της αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ, στις 27 Ιουλίου 2022, μόνο το ένα έκτο από τις αυξήσεις αυτές έχουν περάσει στις ελληνικές προθεσμιακές καταθέσεις.

Η στρατηγική των τραπεζιτών, που θυμίζει… μαρτύριο της σταγόνας, είναι να κρατούν στο μέγιστο επίπεδο με το πέρασμα του χρόνου το καθαρό περιθώριο επιτοκίου, δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανείων και στα επιτόκια καταθέσεων. Στα επιτόκια δανείων, οι αυξήσεις γίνονται ταχύτερα ή και αυτόματα (όταν πρόκειται για δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, όπως τα περισσότερα στεγαστικά). Αντίθετα, οι ρυθμοί μεταφοράς των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στις προθεσμιακές καταθέσεις επιδιώκεται να είναι όσο πιο αργοί γίνεται, ώστε να μεγιστοποιείται το περιθώριο επιτοκίου.

Έτσι, σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών, τον Φεβρουάριο το μέσο επιτόκιο των νέων καταθέσεων προθεσμίας έχει ανεβεί περίπου στο 0,60%, από 0,10% στην έναρξη του κύκλου αυξήσεων, δηλαδή κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Από τον περασμένο Ιούλιο, όμως, η σωρευτική αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ (το επιτόκιο που πληρώνει η κεντρική τράπεζα στις εμπορικές για τις καταθέσεις τους) έχει εκτιναχθεί κατά 3,0%, από το αρνητικό -0,50% στο 2,50%.

Δύο εργαλεία χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να επιβραδύνουν το πέρασμα των αυξημένων ευρωπαϊκών επιτοκίων στους Έλληνες καταθέτες:

  • Όλα τα νέα προϊόντα με υψηλότερη απόδοση που έχουν παρουσιάσει έχουν δομηθεί με τη λογική του “step up”, δηλαδή της σταδιακής αύξησης του επιτοκίου. Ο καταθέτης αρχίζει να αμείβεται με μια σχετικά χαμηλή απόδοση, η οποία κάθε τρίμηνο αυξάνεται και μόνο στο τέλος της περιόδου «κλεισίματος» των χρημάτων φθάνει να πληρώνει η τράπεζα το υψηλότερο επιτόκιο που έχει χρησιμοποιήσει σαν «κράχτη» του καταθετικού προϊόντος.
  • Για να εκτονώσουν την πίεση από πελάτες που μπορεί να ζητούν καλύτερες αποδόσεις από τα νέα προϊόντα καταθέσεων, οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει μια δεύτερη «γραμμή άμυνας», με τα νέα αμοιβαία κεφάλαια ομολογιών τακτής λήξης (επενδύουν σε ομόλογα υψηλής ποιότητας για συγκεκριμένη χρονική περίοδο). Αυτά τα προϊόντα συνοδεύονται από υποσχέσεις για «ετήσιο μέρισμα» που συνήθως ξεπερνά το 3%, με τη διευκρίνιση, πάντως, ότι δεν πρόκειται για μια εγγυημένη απόδοση, άρα ο αποταμιευτής αναλαμβάνει κάποιο ρίσκο. Το θετικό, στην περίπτωση αυτή, για την τράπεζα είναι ότι μπορεί να κρατήσει ένα πελάτη, χωρίς να δεσμευθεί να πληρώσει η ίδια τόκους, όπως θα συνέβαινε με μια κατάθεση, ενώ αυτά τα νέα προϊόντα συνοδεύονται και από αρκετά υψηλές (αν όχι υπερβολικά υψηλές…) προμήθειες διαχείρισης του αμοιβαίου κεφαλαίου.

Αυτό το παιχνίδι καθυστερήσεων και αποφυγής της μεταφοράς των υψηλών επιτοκίων στους καταθέτες φαίνεται ότι θα έχει μεγάλη διάρκεια, καθώς η αντιμετώπιση του πληθωρισμού από την ΕΚΤ αποδεικνύεται μια πολύ δύσκολη προσπάθεια και οι αναλυτές συμφωνούν ότι θα χρειασθεί να αυξήσει τα επιτόκιά της πάνω από τις αρχικές εκτιμήσεις. Γίνεται πλέον λόγος για ένα καταληκτικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων ακόμη και στο 3,75%, όταν θα έχει κλείσει αυτός ο κύκλος αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής. Όσο πιο αργά περάσουν οι τράπεζες στους καταθέτες αυτές τις αυξήσεις, τόσο πιο κερδισμένες θα είναι…



sofokleousin.gr