«Με πήρε η γυναίκα του από την Ουκρανία όπου βρισκόταν για να πάω να δηλώσω την εξαφάνιση. Πήγαμε με το περιπολικό στο σπίτι, φωνάξαμε κλειδαρά που άνοιξε την πόρτα. Μπήκαμε μέσα, κοιτάξαμε παντού να δούμε αν ήταν ο Βασίλης, γιατί τότε θεωρείτο αγνοούμενος. Την πήρα τηλέφωνο, της λέω είναι ένα γατάκι μέσα και από την πείνα νιαούριζε», είπε αρχικά και πρόσθεσε:
«Πήρα τα κλειδιά, γιατί είπε στους αστυνομικούς να μου τα δώσουν. Δεν ήθελα όμως να τα κρατήσω και την ενημέρωσα. Μου λέει: «Θα σε πάρει ο κουμπάρος του, να συναντηθείτε στη Γλυφάδα να τα δώσεις. Του έδωσα τα κλειδιά, καθίσαμε ήπιαμε τον καφέ, μου έλεγε διάφορα για το Βασίλη, πριν τον βρουν δολοφονημένο».
Όπως λέει ο μάρτυρας, δεν ήξερε τον κουμπάρο και ο Βασίλης Χούπης δεν είχε πει ποτέ κάτι για αυτόν.
Για το σπίτι του δολοφονημένου, ανέφερε ότι είχε πολλές εξόδους, από όπου θα μπορούσε κάποιος, αν βρισκόταν μέσα και έψαχνε διάφορα, να φύγει.