Ο επίμονος βήχας είναι ο βήχας που διαρκεί περισσότερο από το συνηθισμένο και συνήθως θεωρείται ότι συνεχίζεται για περισσότερο από τρεις εβδομάδες. Μπορεί να είναι ξηρός ή παραγωγικός, δηλαδή να συνοδεύεται από φλέματα. Αποτελεί συχνά σύμπτωμα κάποιας υποκείμενης κατάστασης, όπως λοίμωξη του αναπνευστικού, άσθμα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, αλλεργίες ή ακόμα και κάποιες πιο σοβαρές παθήσεις, όπως η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).

Η διάρκεια του επίμονου βήχα εξαρτάται από την αιτία που τον προκαλεί. Ένας βήχας, για παράδειγμα, που σχετίζεται με μια ιογενή λοίμωξη, όπως το κοινό κρυολόγημα, μπορεί να παραμείνει για αρκετές εβδομάδες μετά την υποχώρηση των άλλων συμπτωμάτων.

Ο επίμονος βήχας μπορεί να σχετίζεται τόσο με τη γρίπη, όσο και με τον κορονοϊό, αφού και οι δύο αυτές ιογενείς λοιμώξεις προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα. Στη γρίπη, ο βήχας εμφανίζεται συχνά μαζί με πυρετό, μυϊκούς πόνους, ρίγη και κόπωση. Στην περίπτωση του κορονοϊού, ο βήχας συνήθως είναι ξηρός και μπορεί να συνοδεύεται από συμπτώματα όπως πυρετό, δύσπνοια, κόπωση, απώλεια γεύσης ή όσφρησης και πονόλαιμο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο βήχας μπορεί να παραμείνει ακόμη και μετά την ανάρρωση, λόγω της φλεγμονής που προκαλείται στους αεραγωγούς.

Τι μπορούμε να κάνουμε για τον επίμονο βήχα

1. Ξεκούραση και ενυδάτωση: Η κατανάλωση άφθονου νερού, ζεστών ροφημάτων ή σούπας μπορεί να καταπραΰνει τον ερεθισμό στο λαιμό και να διατηρήσει υγρούς τους αεραγωγούς.

2. Υγρασία αέρα: Η χρήση υγραντήρα ή η εισπνοή ατμού μπορεί να μειώσει τον ξηρό βήχα και να ανακουφίσει την αίσθηση ξηρότητας στο λαιμό.

3. Φάρμακα: Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντιβηχικά σιρόπια ή παυσίπονα. Σε παραγωγικό βήχα, αποχρεμπτικά φάρμακα μπορεί να βοηθήσουν να καθαριστούν οι εκκρίσεις.

4. Αποφυγή ερεθιστικών παραγόντων: Αποφύγετε τον καπνό, τη σκόνη, και τα αλλεργιογόνα που μπορεί να επιδεινώσουν τον βήχα.

Αν ο βήχας οφείλεται σε λοίμωξη, μπορεί να μην απαιτείται ειδική θεραπεία και ο βήχας να υποχωρήσει σταδιακά. Αν διαρκεί όμως για περισσότερες από 8 εβδομάδες ή συνοδεύεται από ανησυχητικά συμπτώματα, όπως απώλεια βάρους, αιμόπτυση ή έντονη δυσκολία στην αναπνοή, είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε γιατρό για περαιτέρω έλεγχο.



Πηγή