Υπάρχουν κάποιες στιγμές που μοιάζουν τόσο «αθώες». Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως ίσως αυτές οι στιγμές, είναι τόσο μοναδικές που «γεννούν» ιστορία». Προφανώς και κανείς δεν το αντιλαμβάνεται εκείνη την ώρα. Το καταλαβαίνει αργότερα.
Μια τέτοια στιγμή, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, άλλαξε και την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Σε χρόνια δίσεκτα. Σκοτεινά. Εκεί ακριβώς έγινε η συνάντηση δυο γιγάντων. Ο ένας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο άλλος ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Κανείς από τους δυο τότε που πρωτοσυναντήθηκαν δεν ήταν φτασμένο όνομα. Ίσα ίσα. Ο διάσημος συνθέτης βρισκόταν στο νησί της κόλασης εξαιτίας των φρονημάτων του, ενώ ο σερ του ελληνικού τραγουδιού επειδή το έφερε η μοίρα να υπηρετεί τη θητεία του εκεί.
Οι δυο τους ενώθηκαν κάτω από τις πιο περίεργες και δύσκολες συνθήκες. Η ένωση αυτή, ωστόσο, άφησε πίσω της μια τεράστια κληρονομιά την οποία απολαμβάνουμε ακόμα και σήμερα.
Μια τυχαία συνάντηση που έγραψε ιστορία
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, την ώρα που ο υπόλοιπος πλανήτης προσπαθεί να κλείσει τις πληγές που άνοιξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στην Ελλάδα μαίνεται η εμφύλια σύρραξη ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς. Προς τα τέλη της δεκαετίας η δεξιά παράταξη έχει πάρει για τα καλά το πάνω χέρι και επιδίδεται σε ένα εκδικητικό πογκρόμ στέλνοντας τους πολιτικούς αντιπάλους της στα ξερονήσια.
Το 1945 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε στο Χαϊδάρι και μετά από μόλις 20 μέρες τον έστειλαν στη Μακρόνησο. Όταν έφτασε στον τόπο των μαρτυρίων για χιλιάδες ανθρώπους ένας ανθυπολοχαγός τον ρώτησε τι δουλειά κάνει.
Ο νεαρός Γρηγόρης του απάντησε πως είναι μουσικός και πως τραγουδάει και παίζει μπουζούκι. Ο ανθυπολοχαγός αμέσως ξεχώρισε τον Μπιθικώτση και του έδωσε διαταγή να φτιάξει μια ορχήστρα για να διασκεδάζει τους αξιωματικούς της Λέσχης κάθε βράδυ.
Μετά από λίγο καιρό ο Μπιθικώτσης είχε δημιουργήσει την λαϊκή ορχήστρα Μακρονήσου και κάθε βράδυ στη λέσχη αξιωματικών στηνόταν τρικούβερτο γλέντι. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, ήταν που ο μετέπειτα «σερ, του ελληνικού τραγουδιού» έγραψε τα πρώτα τραγούδια του τα οποία χρόνια αργότερα θα γινόντουσαν επιτυχίες.
Στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Εγώ, ο σερ» (εκδόσεις Κοχλίας), ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, περιγράφει μια πρόβα που έμελλε να είναι ιστορική. Όπως γράφει, εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη επιτυχία το τραγούδι «το φανταράκι» του Γιώργου Μητσάκη. Η ορχήστρα για προφανείς λόγους ήθελε να μάθει το συγκεκριμένο κομμάτι για να το παίζει στα γλέντια που στήνονταν στη λέσχη.
«Μια ημέρα που το κάναμε πρόβα με την ορχήστρα μου το τραγούδι αυτό και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα ‘’εδώ φα’’. Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: το ‘’φα πάει καλύτερα’’. Και τον ρωτάω ‘’τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε, με τι ασχολείσαι;’’. Και μου απαντά ‘’σπουδάζω μουσική’’. Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο να διαβάζει» γράφει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δυο θρύλοι συναντήθηκαν. Η δεύτερη φορά που συναντήθηκαν τα βλέμματα τους ήταν και αυτή εξίσου συγκινητική.
«Άλλη μια φορά που είχα άδεια από τη Μακρόνησο και πήγαινα για την Αθήνα, προκειμένου ν’ αγοράσω χορδές για τις κιθάρες και το μπουζούκι, ήμασταν με τον Μίκη στο ίδιο στρατιωτικό αυτοκίνητο. Εκείνος πήγαινε για νοσηλεία στο νοσοκομείο. Έκανε όμως πολλή ζέστη και σε κάποια στροφή έξω από το Μαρκόπουλο είδαμε μια μαρμαρένια βρύση να τρέχει, σταματήσαμε, του γέμισα ένα κύπελλο νερό και του το πρόσφερα. Αυτή τη χειρονομία μου τη θυμάται ο Μίκης μέχρι σήμερα».
Τα χρόνια των μεγάλων επιτυχιών
Στη Μακρόνησο ο μικρός και άσημος Μπιθικώτσης θα αρχίσει σταδιακά να γίνεται ο σπουδαίος Μπιθικώτσης! Όταν θα εγκαταλείψει το κολαστήριο, θα μπει ο θεμέλιος λίθος για μια σπουδαία καριέρα.
Ο Μπιθικώτσης μπορεί να γράφει τα δικά του τραγούδια αλλά μεγαλουργεί δίπλα σε εκείνο το ψηλό παλικάρι που είχε γνωρίσει στη Μακρόνησο. Δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη θα σφραγίσει με την αξεπέραστη φωνή του τον «Επιτάφιο» και το «Άξιον Εστί», γνωρίζοντας την πλατιά καταξίωση ανοίγοντας νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι και λαμβάνοντας τον τιμητικό τίτλο του τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης.
Η καριέρα του Μπιθικώτση εκτοξεύεται και μαζί με τον Θεοδωράκη γράφουν χρυσές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ενδεικτικά μόνο, και πέρα από τον αξεπέραστο και εμβληματικο «Επιτάφιο» και το μοναδικό «Άξιον Εστί» οι δυο τους χαρίζουν στον κόσμο επιτυχίες όπως «ένα δειλινό», «Μάνα μου και Παναγιά», «βρέχει στη φωτοχογειτονιά», «στρώσε το στρώμα σου», «βάρκα στο γιαλό», «και Δόξα τω Θεώ», «καϋμός» και βέβαια την αξεπέραστη «Δραπετσώνα»!
Οι δυο τους βαδίσουν στο σίγουρο μονοπάτι των επιτυχιών. Για τον Μπιθικώτση ο Θεοδωράκης είναι ο άνθρωπος που εκτόξευσε την καριέρα του. Για τον Μίκη ο Γρηγόρης είναι «το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη»!
Το γράμμα του Μίκη για να μην τραγουδήσει ο σερ τον ύμνο της χούντας
Με την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών το 1967 απαγορεύονται τα τραγούδια του Θεοδωράκη ως… κομμουνιστικά. Το καθεστώς, ωστόσο, φαίνεται πως δεν είχε πρόβλημα να καλέσει έναν από τους ερμηνευτές αυτών των τραγουδιών για να εκμεταλλευτεί τη φήμη του και να τραγουδήσει τον Απριλιανό ύμνο.
Του ζητάει, λοιπόν, τότε να τραγουδήσει τον ύμνο της χούντας σε πρώτη εκτέλεση μαζί με τη Βίκυ Μοσχολιού στις 13 Ιουλίου του 1967, σε διοργάνωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, στο νυχτερινό κέντρο «Δειλινά».
Η είδηση κυκλοφορεί αμέσως και φτάνει στ’ αυτιά του Θεοδωράκη ο οποίος αποφασίζει να γράψει γράμμα στον Μπιθικώτση με σκοπό να τον αποτρέψει.
«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα “Δειλινά” τον “Ύμνο της Επαναστάσεως”. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια.
Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει.
Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά».
Τελικά, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε εκείνη την ημέρα τον ύμνο της χούντας αλλά αυτό δεν χάλασε τη σχέση του με τον Θεοδωράκη.