Πρόκειται για μία από τις καλύτερες μίνι σειρές του Netflix και μέσα σε λίγες ημέρες από τότε που είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα (από τις 31 Μαΐου) έχει καταφέρει να συζητείται από τους συνδρομητές. Και όλοι συμφωνούν πως είναι από τις καλύτερες παραγωγές, με πολλαπλά μηνύματα. Αλλά, κυρίως, το «When they see us/Όταν μας βλέπουν» είναι μία γροθιά στο στομάχι ενάντια στο ρατσισμό.
Η νέα μίνι σειρά των 4 επεισοδίων, σε σκηνοθεσία Ava DuVernay είναι ένα τηλεοπτικό αριστούργημα και ξετυλίγει το κουβάρι μίας δικαστικής υπόθεσης που άνοιξε την Άνοιξη του ’89 κι έκλεισε το 2002, με πρωταγωνιστές 5 έφηβους, τέσσερις Αφροαμερικανούς κι ένα αγόρι λατινικής καταγωγής, που κατηγορήθηκαν για τον βιασμό μίας λευκής γυναίκας στο Σέντραλ Παρκ. Όσοι την έχουν δει γνωρίζουν περί τίνος πρόκειται, όσοι πάλι δεν την έχουν δει, παρακάτω ακολουθεί spoiler. Το σίγουρο είναι πως το «Όταν μας βλέπουν» προκαλεί οργή στον τηλεθεατή από το πρώτο κιόλας επεισόδιο για το πώς λειτουργούσε ένα ολόκληρο σύστημα.
Τα πέντε αγόρια από το Χάρλεμ, που δεν γνωρίζονταν καν μεταξύ τους, κατηγορήθηκαν άδικα, αναγκάστηκαν από τις αστυνομικές αρχές της Αμερικής να παραδεχτούν ένα έγκλημα που δεν είχαν διαπράξει και καταδικάστηκαν. Η ιστορία τους, που έμεινε γνωστή ως «Central Park Five», στοίχειωσε την κοινή γνώμη και απογύμνωσε τις αστυνομικές και δικαστικές Αρχές της Αμερικής, την ίδια την εξουσία, καθώς και τον Τύπο, που συμμετείχε σε ένα έγκλημα που διαπραττόταν χωρίς αιδώ. Η σκηνοθέτις Ava DuVernay με έναν υποδειγματικό τρόπο, που μιλάει κατευθείαν στο συναίσθημα του κοινού, αλλά και στη λογική που στη συγκεκριμένη υπόθεση είχε κυριευτεί από το φυλετικό μίσος, απογυμνώνει ολόκληρο το σύστημα.
Η υπόθεση Σέντραλ Παρκ
Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Απριλίου 1989, όταν μία ομάδα περίπου 30 έφηβων παιδιών αφροαμερικανικής καταγωγής κάνει βόλτες στο Σέντραλ Παρκ, παρενοχλώντας ποδηλάτες και περαστικούς στο πάρκο, αλλά και πετώντας πέτρες σε διερχόμενα αυτοκίνητα. Η αστυνομία επεμβαίνει και συλλαμβάνει για «παράνομη συνέλευση» δύο παιδιά, τον Ρέιμοντ Σαντάνα (15) και τον Κέβιν Ρίτσαρντσον (14), τον οποίο ένας αστυνομικός χτυπάει με το κράνος του στο πρόσωπο.
Την ίδια ώρα περίπου σε ένα άλλο σημείο του πάρκου, η 28χρονη τότε Τρίσα Μέιλι κάνει τζόκινγκ. Λίγο αργότερα και συγκεκριμένα στις 1.30 μετά τα μεσάνυχτα, ένας περαστικός την βρίσκει σε ημιθανή κατάσταση, βαριά χτυπημένη στο κεφάλι και σεξουαλικά κακοποιημένη. Μάλιστα, ήταν τόσο άσχημα χτυπημένη, που ο φίλος της κατάφερε να την αναγνωρίσει από το δαχτυλίδι της. Η Μέιλι για τις επόμενες 12 ημέρες ήταν σε κώμα.
Οι δύο έφηβοι που είχαν συλληφθεί αρχικά ως ταραχοποιοί, γίνονται κατόπιν πιθανοί μάρτυρες του ειδεχθούς εγκλήματος, ενώ η αστυνομία – αν και οι ώρες δε συμπίπτουν, αφού τα παιδιά είχαν συλληφθεί αρκετά νωρίτερα – προσπαθεί να τα συνδέσει με τον αποτρόπαιο βιασμό. Η επόμενη ημέρα που ξημερώνει δεν θα είναι ποτέ ίδια για τον Κέβιν και τον Ρέιμοντ, αλλά και γι’ ακόμη τρεις έφηβους που βρίσκονταν κι εκείνοι στο Σέντραλ Παρκ.
Ο Τύπος έχει πρωτοσέλιδο τον αποτρόπαιο βιασμό της Μέιλι και παρόλο που την περίοδο εκείνη είχαν καταγγελθεί 28 βιασμοί ή απόπειρες, κυρίως εναντίον αφροαμερικανικής ή λατινικής καταγωγής γυναικών, η ιστορία της 28χρονης λευκής Τρίσα τραβά το ενδιαφέρον των εφημερίδων. Και ζητούν επιτακτικά να βρεθεί ο ένοχος.
Οι καταδίκες
Την υπόθεση αναλαμβάνει η εισαγγελέας, Λίντα Φερστάιν, την οποία στη σειρά υποδύεται η Φελίσιτι Χόφμαν. Δεν αργεί, λοιπόν, να φτιάξει το δικό της αφήγημα, το οποίο είναι διατεθειμένη να αποδείξει ως ορθό με κάθε κόστος και καταπατώντας κάθε έννοια δικαίου και ανθρωπιάς. «Όλα αυτά συνέβησαν στο Σέντραλ Παρκ…. Και δεν συνδέονται μεταξύ τους»; Πάνω σε αυτή την αυθαίρετη τοποθέτησή της, ξεκινάει μία από τις πιο ντροπιαστικές δικαστικές υποθέσεις στην Αμερική.
«Δεν είναι μάρτυρες, είναι ύποπτοι» είναι η εντολή της προς τους αστυνομικούς και κάπου εκεί αρχίζει το δράμα των 5 εφήβων, που κράτησε πολλά χρόνια και τους «έκλεψε» τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους. Οι Κέβιν Ρίτσαρσον, Ρέι Σαντάνα, Κόρι Γουάιζ, Άντον Μακ Κέι και Γιούσεφ Σαλάμ, ηλικίας μεταξύ 14 και 16 ετών και όλοι τους από τη φτωχογειτονιά του Χάρλεμ συλλαμβάνονται ως ύποπτοι για τον βιασμό.
Η ανάκριση κρατά περίπου 30 ώρες, όπου καταπατάται κάθε έννοια λογικής. Εννοείται και ανθρωπιάς, αφού κανείς από τους αστυνομικούς δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται πως απέναντί τους είχαν 5 τρομαγμένα παιδιά. Η ανάκριση γίνεται χωρίς την παρουσία δικηγόρων, αφού τα είχαν αναγκάσει να αποποιηθούν κάθε δικαίωμά τους. Μάλιστα, τα περισσότερα από τα παιδιά ανακρίθηκαν χωρίς την παρουσία των γονιών τους, παρόλο που ήταν ανήλικα και οι αστυνομικοί, μαζί και η Εισαγγελέας γνώριζαν πως καταπατούσαν το πιο απλό συνταγματικό δικαίωμα.
Μέσα στο ανακριτικό δωμάτιο διαδραματίζεται ένα σκηνικό, που όταν το παρακολουθείς τώρα από τη σειρά, νιώθεις έναν κόμπο στο στομάχι, που αμέσως γίνεται οργή. Οι αστυνομικοί ασκούν ψυχολογική βία στα παιδιά. Πότε τα απειλούν, πότε τα παραπλανούν να πει το ένα ψέματα για το άλλο, παρόλο που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, και στο τέλος τους τάζουν ότι θα τα αφήσουν να επιστρέψουν σύντομα στο σπίτι τους.
Αλλά αυτό το «σύντομα» δεν έρχεται…. Τα 5 παιδιά αναγκάζονται να παραδεχθούν ένα έγκλημα που δεν διέπραξαν. Το αφήγημα της Λίντα Φερστάιν βρίσκει εφαρμογή και μία υπόθεση μόλις στήνεται πάνω σε ψεύδη, χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία για εκείνα, χωρίς μάρτυρες. Οι υποτιθέμενες ομολογίες τους μπάζουν από παντού, λογικά δεν θα έστεκαν πουθενά, αλλά αυτό για την Εισαγγελέα μάλλον ήταν ψιλά γράμματα, στέλνοντας τους σε δίκη με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στον βιασμό της Τρίσα Μέιλι.
Η ντροπιαστική δίκη
Τον Αύγουστο του 1990 ξεκινάει η δίκη. Αυτή τη φορά έχουν δικηγόρους και τις οικογένειές του στο πλευρό τους, όχι όμως και τις αστυνομικές Αρχές και τον Τύπο, που ήταν βέβαιοι για την ενοχή τους. Μάλιστα, τότε ο μεγιστάνας Ντόναλντ Τραμπ ξοδεύει σχεδόν 90 χιλιάδες δολάρια για ολοσέλιδη διαφήμιση σε αρκετές εφημερίδες της Νέας Υόρκης, όπου ζητούσε επιτακτικά την επαναφορά της θανατικής ποινής.
Τα παιδιά στο δικαστήριο δηλώνουν πως δεν είχαν καμία συμμετοχή σε όσα τους κατηγορούν και τονίζουν πως τους ανάγκασαν να ομολογήσουν. Όπως είπαμε, ενοχοποιητικά στοιχεία δεν υπήρχαν, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους δικαστές να βγάλουν την απόφαση στηριζόμενοι στις «ομολογίες» τους στους αστυνομικούς. Άλλωστε, η Τρίσα όταν συνήλθε από το κώμα, είχε απώλεια μνήμης και δε μπορούσε να αναγνωρίσει τον δράστη της επίθεσης.
Έτσι, ο Ρέιμοντ, ο Γιουσούφ και ο Άντρον απαλλάσσονται από την κατηγορία της απόπειρας δολοφονικής επίθεσης, όμως, καταδικάζονται για βιασμό, ληστεία, επίθεση και ταραχές. Λίγο αργότερα, το ίδιο έτος γίνεται και μία δεύτερη δίκη, όπου ο Κέβιν καταδικάστηκε για απόπειρα δολοφονίας, βιασμού, επίθεσης και ληστείας, ενώ ο Κόρι καταδικάστηκε για σεξουαλική κακοποίηση, επίθεση και ταραχές. Οι 5 καταδικάστηκαν με ποινές που ανέρχονταν από 5 έως 14 έτη φυλάκισης. Ο Κόρι Γουάις ήταν ο μόνος από τα παιδιά που καταδικάστηκε ως ενήλικας και πέρασε σχεδόν 12 χρόνια στο Rikers island.
Η ώρα της δικαίωσης
Λένε πως αργά ή γρήγορα η αλήθεια θα λάμψει. Μόνο που στην περίπτωση των πέντε παιδιών, η ώρα της δικαίωσης άργησε κατά 13 χρόνια, στερώντας τους τη νεανική ηλικία. Το 2002, ένας λατινοαμερικανικής καταγωγής βαρυποινίτης (καταδικασμένος και για άλλους βιασμούς), ο Ματίας Ρέγιες ομολογεί ότι ήταν εκείνος που χτύπησε και βίασε την Τρίσα Μέιλι, τον Απρίλιο του ’89.
Περιγράφει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τις δραματικές εκείνες ώρες για την 28χρονη κοπέλα και πώς κατάφερε να φύγει ανενόχλητος και γεμάτος αίματα από το Σέντραλ Παρκ, κάτω από τη μύτη των αστυνομικών. Γίνεται εξέταση dna και τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του.
Οι «Πέντε του Σέντραλ Παρκ» αθωώνονται. Η εισαγγελέας δεν παραδέχεται ποτέ το «έγκλημα» που διέπραξε εναντίον των παιδιών αυτών και μέχρι σήμερα επιμένει στο αφήγημά της. Λίγα χρόνια αργότερα, και οι πέντε καταθέτουν αγωγή εναντίον της πολιτείας της Νέας Υόρκης, την οποία κερδίζουν παίρνοντας 41 εκατ. δολάρια ως αποζημίωση. Ωστόσο, η επανένταξή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Τα χαμένα χρόνια δυσκολεύτηκαν να τα αναπληρώσουν, αλλά προσπάθησαν…
Που βρίσκονται σήμερα οι πρωταγωνιστές της ιστορίας
Ο Άντρον Μακ Ρέι ήταν 15 χρόνων το 1989. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του τελείωσε το σχολείο. Αποφυλακίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1996 και τρία χρόνια αργότερα μετακόμισε στο Μέριλαντ, όπου βρήκε δουλειά ως προϊστάμενος σε αποθήκη μεταφορών. Σήμερα είναι 45 χρόνων, παντρεμένος και πατέρας έξι παιδιών. Ζει με την οικογένειά του στην Τζόρτζια, ενώ όπως δήλωσε πρόσφατα με αφορμή τη σειρά του Netflix, δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει την ιστορία αυτή.
Ο Κέβιν Ρίτσαρντσον ήταν ο μικρότερος της παρέας, μόλις 14 χρόνων. Πήγε σε φυλακές ανηλίκων υψίστης ασφαλείας, ενώ αποφυλακίστηκε το 1997. Αν και σύσσωμη η οικογένειά του τον στήριζε, εκείνος δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί μετά την ελευθερία του. Σήμερα είναι παντρεμένος κι έχει δύο παιδιά. Κάθε Παρασκευή μαζί με τις αδελφές του επισκέπτονται το πατρικό τους στο Χάρλεμ.
Ο Γιουσούφ Σάλεμ όσο ήταν στη φυλακή αφοσιώθηκε περισσότερο στην ισλαμική πίστη του, ενώ τελείωσε τις σπουδές του εκεί. Αποφυλακίστηκε το 1997 και παντρεύτηκε λίγο αργότερα. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τρία παιδιά, ενώ παντρεύτηκε ξανά και απέκτησε άλλα 7 παιδιά. Σήμερα, είναι δημόσιος ομιλητής, συνήγορος της μεταρρύθμισης της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ γράφει και ποιήματα. Έχει βραβευτεί και από τον Μπάρακ Ομπάμα.
Ο Ρέιμοντ Σαντάνα, ο λατινοαμερικανός της παρέας αποφυλακίστηκε το 1995. Το 1993 του είχαν δώσει άδεια να πάει στο πατρικό του για να αποχαιρετήσει τη μητέρα του, λίγο πριν πεθάνει από καρκίνο. Ο Ρέιμοντ μετά την αποφυλάκιση είχε κι άλλες δικαστικές περιπέτειες. Μετά από 18 μήνες καταδικάστηκε για παραβίαση της κυκλοφορίας, ενώ αργότερα συνελήφθη για κατοχή κοκαΐνης. Σήμερα, ζει στην Τζόρτζια όπου έχει τη δική του εταιρεία ρούχων.
Ο Κόρεϊ Γουάις ήταν ο μεγαλύτερος από την παρέα (16) κι εξέτισε όλη την ποινή του στις πιο βίαιες φυλακές ενηλίκων, ζώντας τις χειρότερες εμπειρίες. Επίσης, έμεινε περισσότερα χρόνια στη φυλακή σε σχέση με τους υπόλοιπους. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του έκανε κάποιες σπουδές, αλλά δεν είχε την απαραίτητη φροντίδα και θεραπεία για το πρόβλημα ακοής του, καθώς και για τις μαθησιακές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Μετά την αποφυλάκισή του δούλεψε ως καθαριστής γραφείων. Σήμερα, ζει στη Νέα Υόρκη κι έχει έντονη ακτιβιστική δράση σε θέματα που αφορούν την ποινική δικαιοσύνη, ενώ έχει κάνει και πολλές φιλανθρωπίες.
Η Τρίσα Μέιλι για 14 ολόκληρα χρόνια μετά τον αποτρόπαιο βιασμό της δεν θέλησε να μιλήσει γι’ αυτό. Έναν χρόνο μετά την αθώωση των πέντε παιδιών έγραψε το βιβλίο «I Am the Central Park Jogger: A Story of Hope and Possibility» υπογράφοντας με το όνομά της. Δεν έχει πολλές αναμνήσεις από εκείνη τη φρικτή βραδιά, όμως, μέχρι και σήμερα είναι πεπεισμένη πως στην επίθεση εναντίον της ήταν περισσότερα από ένα άτομα. Λόγω των βίαιων χτυπημάτων που δέχτηκε στο πρόσωπο, μέχρι και σήμερα δεν μπορεί να κάνει κάποιες εκφράσεις, ενώ έχει προβλήματα ισορροπίας και κίνησης. Με τα πέντε παιδιά δεν έχει συναντηθεί, ενώ η ίδια συμμετέχει σε οργανώσεις που υποστηρίζουν θύματα βιασμού.
Η εισαγγελέας Λίντα Φερστάιν είναι συγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Μετά την προβολή της σειράς του Netflix και την οργή που ξέσπασε εναντίον της, κυρίως στα social media, ο εκδοτικός Οίκος διέκοψε τη συνεργασία τους. Η ίδια μέχρι και σήμερα επιμένει στο αφήγημά της.