Οι επιστήμονες ανακάλυψαν τον ύφαλο, ο οποίος είναι ο πρώτος που εντοπίζεται μετά από περίπου 120 χρόνια, στα νερά βόρεια του Κουίνσλαντ, σε μια ερευνητική αποστολή του οργανισμού Schmidt Ocean Institute.
Ο κοραλλιογενής ύφαλος βρέθηκε από το σκάφος Falkor στις 20 Οκτωβρίου και είναι ψηλότερος από το Empire State Building, σύμφωνα με το CNNi.
Η βάση του ύφαλου έχει πλάτος 1,5 χιλιόμετρο, ενώ υπάρχουν ακόμη επτά στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένου του υφάλου στη νήσο Raine, που είναι σημαντικό σημείο για την αναπαραγωγή των πράσινων χελωνών.
Ο Robin Beaman, ο οποίος ηγήθηκε της ερευνητικής αποστολής, δήλωσε «έκπληκτος» από την ανακάλυψη, ενώ ο Wendy Schmidt, συνιδρυτής του Ινστιτούτου Schmidt Ocean αναφέρει πως η «απροσδόκητη αυτή ανακάλυψη επιβεβαιώνει ότι συνεχίζουμε να βρίσκουμε άγνωστες δομές και είδη στους ωκεανούς. Οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες. Όμως χάρη στις νέες τεχνολογίες έχουμε την ικανότητα να εξερευνήσουμε και να ανακαλύψουμε οικοσυστήματα και μορφές ζωής που μοιράζονται τον πλανήτη μαζί μας».
Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος έχασε τα μισά κοράλλια του σε 25 χρόνια
Την ίδια ώρα, τα μισά από τα κοράλλια του μεγάλου κοραλλιογενούς υφάλου στην Αυστραλία χάθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια, δήλωσαν προ ολίγων ημερών επιστήμονες, προειδοποιώντας ότι η κλιματική αλλαγή διαταράσσει με μη αναστρέψιμο τρόπο το υποθαλάσσιο αυτό οικοσύστημα.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the Royal Society κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά το εύρος της μείωσης όλων των ειδών κοραλλιών από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στον ύφαλο αυτόν στην βορειοανατολική Αυστραλία, ο οποίος εντάχθηκε το 1981 στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Τα πιο μεγάλα είδη κοραλλιών -εκείνα που έχουν την μορφή τραπεζιού και εκείνα που έχουν διακλαδώσεις- είναι αυτά που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς ορισμένα βρίσκονται στα πρόθυρα της εξαφάνισης στο πιο βόρειο τμήμα του κοραλλιογενούς υφάλου.
«Αυτά εξαφανίστηκαν σε ποσοστό 80% ή 90% σε σύγκριση με όσα υπήρχαν πριν από 25 χρόνια», δήλωσε στο AFP ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζέιμς Κουκ, ο Τέρι Χιουζ, ο οποίος ήταν ένας από τους συντάκτες των πορισμάτων της μελέτης.
«Αυτά προσφέρουν τις γωνιές και τις εσοχές στις οποίες βρίσκει καταφύγιο ένας αριθμός ψαριών και πλασμάτων και η απώλεια αυτών των κοραλλιών θα αλλάξει όλο το οικοσύστημα», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Πέραν της ανεκτίμητης αξίας του από φυσικής και επιστημονικής άποψης, υπολογίζεται ότι το σύνολο του μεγάλου κοραλλιογενούς υφάλου, ο οποίος εκτείνεται σε μήκος 2.300 χιλιομέτρων, αποφέρει έσοδα 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον αυστραλιανό τουριστικό τομέα.
Ο ύφαλος αυτός μπορεί να χάσει το καθεστώς του ως Παγκόσμια Κληρονομιά και αυτό λόγω της υποβάθμισής του, η οποία αποδίδεται από πολλούς στην επανάληψη των επεισοδίων λεύκανσης των κοραλλιών, η οποία είναι συνέπεια της κλιματικής αλλαγής.
Η λεύκανση είναι ένα φαινόμενο μαρασμού, το οποίο εκδηλώνεται με τον αποχρωματισμό των κοραλλιών. Αυτό προκαλείται από την αύξηση της θερμοκρασίας του νερού, η οποία προκαλεί την απομάκρυνση της συμβιωτικής άλγης που προσφέρει στα κοράλλια το χρώμα και τις θρεπτικές τους ουσίες.
Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι μπορεί να αναρρώσουν, αν μειωθεί ξανά η θερμοκρασία του νερού, αλλά μπορεί επίσης να πεθάνουν, αν συνεχιστεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Το βόρειο τμήμα αυτού του οικοσυστήματος έχει ήδη υποστεί το 2016 και το 2017 δύο άνευ προηγουμένου επεισόδια λεύκανσης των κοραλλιών του και η Αυστραλία, μετά την επανεξέταση πέρυσι των προοπτικών του συνόλου του, τις θεωρεί πλέον «πολύ κακές».
Πριν από αυτό, άλλα δύο επεισόδια είχαν καταγραφεί το 1998 και το 2002. Ένα πέμπτο παρατηρήθηκε το 2020, αλλά οι ζημιές που έχει προκαλέσει δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί πλήρως.