Υπάρχουν παραδείγματα, λίγα είναι αλήθεια, που δείχνουν πως η παγκόσμια συνεργασία μπορεί να έχει μεγάλα αποτελέσματα για την προστασία της ζωής στον πλανήτη. Ενα από αυτά θεωρείται η διεθνής προσπάθεια για την προστασία της στιβάδας του όζοντος, η οποία ξεκίνησε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ στις 16 Σεπτεμβρίου 1987, πριν από 33 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ανάγκη επαγρύπνησης και συνεχών προσπαθειών, καθώς παρουσιάζονται διακυμάνσεις στην πυκνότητα όζοντος, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις καταστρατήγησης του Πρωτοκόλλου, ακόμα και λαθρεμπορίου των απαγορευμένων ουσιών. 

Το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο σχεδιάστηκε για να απαγορευθούν οι ουσίες ανθρωπογενούς προέλευσης που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος, με αποτέλεσμα οι εκπομπές τους να έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 98%. Με αποτέλεσμα, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ να σημειώνει πως το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ θεωρείται το πλέον επιτυχημένο. Στις 16 Σεπτεμβρίου κάθε έτους είναι η παγκόσμια ημέρα προστασίας της στιβάδας του όζοντος και πραγματοποιείται μια επιθεώρηση της κατάστασης του κρίσιμου αυτού προστατευτικού «φίλτρου». Οπως κάθε χρόνο, το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό ορίζει το θέμα για την τρέχουσα χρονιά. Φέτος το θέμα που έχει ορισθεί είναι «Οζον για τη ζωή: 35 χρόνια προστασίας της στιβάδας του όζοντος», έχοντας αναφορά στη Σύμβαση της Βιέννης, το 1985, που άνοιξε τον δρόμο για το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ. 

«Η αραίωση του όζοντος, γνωστή ως η τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική, εμφανίζεται κάθε χρόνο από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και προκαλείται από υψηλά επίπεδα ουσιών που καταστρέφουν το όζον και παράγονται από τον άνθρωπο στην ατμόσφαιρά μας.

Οι συγκεντρώσεις των ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του όζοντος εξακολουθούν να είναι και σήμερα αρκετά υψηλές και προκαλούν κατά την περίοδο της άνοιξης σοβαρή καταστροφή του όζοντος στην ψυχρή στρατόσφαιρα της Ανταρκτικής», σημειώνει σε σχετικό Δελτίο Τύπου το Κέντρο Ερευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών. Αξιοσημείωτο είναι πως ενώ η εικόνα της στιβάδας στην Αρκτική είναι γενικά καλύτερη, «έφτασε σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ την άνοιξη του 2020». Οπως σημειώνει το Κέντρο Ερευνας «ο χειμώνας του 2019-2020 στην Αρκτική χαρακτηρίσθηκε από παρατεταμένες χαμηλές θερμοκρασίες και η αδυναμία αναπλήρωσης του αερίου οδήγησε σε σπάνια μεγάλη μείωση της στιβάδας του όζοντος στην Αρκτική».

Αν και όπως τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση «τα συνολικά ατμοσφαιρικά επίπεδα των ουσιών που μειώνουν τη στιβάδα του όζοντος συνεχίζουν να μειώνονται σε όλο τον κόσμο», η μείωση των επιπέδων του CFC-11, που είναι μία από τις κυριότερες οζονοκτόνες ουσίες, έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια. 

Το Κέντρο Ερευνας Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών υπογραμμίζει πως εάν δεν είχε προχωρήσει η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου του Μόντρεαλ, θα εκδηλώνονταν επιπλέον 250 εκατομμύρια περιστατικά καρκίνου του δέρματος και 50 εκατομμύρια περιστατικά καταρράκτη μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα. Επίσης, το Πρωτόκολλο συμβάλλει και στην αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, καθώς η μη έκλυση των απαγορευμένων αερίων ισοδυναμούσε με την αποφυγή εκπομπής στην ατμόσφαιρα 15 γιγατόνων ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα κατ’ έτος, επταπλάσια ποσότητα από αυτή στην οποία στόχευε το Πρωτόκολλο του Κιότο. «Η ικανότητά μας να παρακολουθούμε σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στο προστατευτικό στρώμα του όζοντος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα παγκόσμια δορυφορικά και επίγεια συστήματα παρακολούθησης του όζοντος», τονίζει το Κέντρο Ερευνας. Στην Ελλάδα λειτουργούν τέσσερις σταθμοί παρακολούθησης του όζοντος, δύο στη Θεσσαλονίκη, ένας στην Ακαδημία Αθηνών και ένας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 



Πηγή