Η Υπεραναλυτική Σκέψη περιγράφεται με τον αγγλικό όρο “overthinking”. Πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία το άτομο δαπανά πάρα πολύ χρόνο για να σκέφτεται γύρω από ένα πρόβλημα που έχει προκύψει ή ακόμα και μια απλή συνθήκη της καθημερινότητας.
Γιατί κάποιοι άνθρωποι υπεραναλύουν τις καταστάσεις;
Η διαδικασία της υπερβολικής σκέψης πάνω στα πράγματα είναι για κάποιους ανθρώπους οικεία. Την κάνουν χωρίς να το επιλέγουν και πιστεύουν ότι δεν έχουν την δυνατότητα να ξεφύγουν από αυτήν. Αρκετά συχνά μάλιστα την θεωρούν ως αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας λήψης μια απόφασης.
Αισθάνονται υποχρεωμένοι να σκεφτούν την κάθε μικρή ή ασήμαντη λεπτομέρεια πριν πάρουν μια απόφαση. Η ακατανίκητη πεποίθηση ότι οφείλουν να λάβουν την καλύτερη δυνατή απόφαση, πυροδοτεί όλη αυτή τη διαδικασία της σκέψης.
Έχουν την απαίτηση από τον εαυτό τους να αποδειχθεί σωστή η απόφαση που θα λάβουν και είναι διατεθειμένοι να εξαντλήσουν κάθε ενδεχόμενο. Πιστεύουν συχνά ότι υπάρχει μία «σωστή απόφαση» και πρέπει να την βρουν.
Πώς να την αποφύγετε;
Εστίαση στο εδώ και τώρα
Κάθε μορφής δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης εμπεριέχει συνήθως σκέψεις για το παρελθόν και σκέψεις για το μέλλον. Σε τίποτα από αυτά τα δύο δεν έχουμε άμεσο έλεγχο. Το παρελθόν δεν αλλάζει και το μέλλον δεν το ξέρουμε. Έχουμε πάντα να διαχειριστούμε μόνο το παρόν, αυτό που συμβαίνει τώρα. Το παρόν δεν απαρτίζεται από τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά αφορά την γενικότερη έννοια του τώρα.
Αν δεν ξέρουμε τις ανάγκες μας, τα θέλω και τις επιθυμίες μας στο τώρα, ενδεχομένως ανατρέχουμε με τη σκέψη μας μέσα στο χρόνο για να δώσουμε στον εαυτό μας απαντήσεις. Και εκεί κάπου χανόμαστε. Το «τώρα» μας σήμερα, διαφέρει από το «τώρα» μας πριν δέκα χρόνια και μάλλον θα διαφέρει από το «τώρα» μας μετά από δέκα χρόνια. Η αντίληψη του παρόντος αλλάζει και αυτή όσο μεγαλώνουμε.
Μια χρήσιμη ερώτηση απέναντι σε ένα υπεραναλυτικό μοτίβο σκέψεων που χάνεται στο χρόνο είναι: «Μπορώ να κάνω κάτι για όλο αυτό τώρα; Αν ναι, τι είναι αυτό; Πώς και πότε θα το κάνω; Αν όχι, πώς μπορώ να αποδεχθώ την πραγματικότητα;»
Εστιάζοντας στο παρόν δεν σημαίνει πως δεν σχεδιάζουμε και δεν προνοούμε για το αύριο. Σημαίνει όμως πώς αποφασίζουμε να μην θρηνούμε από τώρα για μια καταστροφή που δεν έχει έρθει!
Δράσε σύντομα
Η υπερβολική σκέψη συνήθως συνοδεύεται και από ελάχιστη δράση. Αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε παρακλάδι σκέψης που ακολουθούμε, συναντάμε – υποθέτουμε και μια δυσκολία ικανή να δικαιολογήσει μέσα μας την μη δράση. Η υποτιθέμενη δυσκολία δικαιολογεί την αδράνεια.
Μοιάζει σαν ο μόνος σίγουρος τρόπος να μην πάει κάτι στραβά ή να μην κάνουμε λάθος, είναι να μην κάνουμε τίποτα και να συνεχίσουμε να αναζητούμε μέσα στο μυαλό μας την ιδανική λύση.
Συχνά αποδεικνύεται ωστόσο πιο αποτελεσματικό και σίγουρα λιγότερο ψυχοφθόρο το να δρομολογήσουμε ενέργειες σε εύλογο χρονικό διάστημα και να αφήνουμε την πραγματικότητα να εξελιχθεί. Πρέπει να κλείσετε ραντεβού σε γιατρό; Κάντε το σήμερα. Θέλετε να μιλήσετε σε ένα φίλο για κάτι που σας ενόχλησε; Πάρτε τον τηλ το απόγευμα. Πρέπει να βρείτε καινούρια δουλειά; Ξεκινήστε από αύριο να ψάχνετε.
Η αναβλητικότητα στη δράση πάει χέρι χέρι με την υπερανάλυση στη σκέψη. Το να μην αφήνετε χρόνο και χώρο να αναπτυχθεί μια υπερβολική σκέψη πάνω στα πράγματα μπορεί να φανεί εξαιρετικά χρήσιμο και να σας γλυτώσει ψυχική ενέργεια.
Ασχολήσου με τα υπαρκτά προβλήματα
Αρκετά συχνά επίσης χανόμαστε σε έναν συνονθύλευμα σκέψεων γύρω από πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον ή θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στο παρελθόν και επιμελώς αγνοούμε αυτά που συμβαίνουν στο παρόν.
Για κάποιο λόγο τα υποτιθέμενα σενάρια της πραγματικότητας φαντάζουν πιο σημαντικά από τα προβλήματα που πραγματικά τρέχουν.
Να σημειωθεί εδώ πως με τον όρο προβλήματα του παρόντος, αναφέρομαι και σε απλές καθημερινές καταστάσεις και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στη ζωή μας.
Η υπερανάλυση των υποθετικών σεναρίων συνήθως συνοδεύεται και από αναβλητικότητα. Δεν δρούμε, δεν παίρνουμε αποφάσεις, δεν δρομολογούμε αλλαγές. Αφηνόμαστε στις σκέψεις μας και στα συναισθήματα που την συνοδεύουν: φόβο, άγχος, στεναχώρια.
Ενδεχομένως να διαπιστώσουμε πως το να ονοματίσουμε τα προβλήματα μας στο παρόν και να αναλάβουμε την ευθύνη της επίλυσης τους μας γεννά υπέρμετρο άγχος καθώς μας προσανατολίζει προς στη δράση. Ωστόσο το άγχος αυτό μπορεί να γίνει παραγωγικό και δημιουργικό.
Η εστίαση στην πραγματικότητα και η διαχείριση του άγχους που προκύπτει από αυτήν μετατρέπεται σε βάθος χρόνου μια πολύ χρήσιμη δεξιότητα: αυτή της επίλυσης προβλημάτων.
Το να εντοπίζεις το πραγματικό πρόβλημα σε μια κατάσταση, να διερευνάς τις ενδεχόμενες λύσεις, να εφαρμόζεις την βέλτιστη δυνατή και να αξιολογείς το τελικό αποτέλεσμα είναι μια δεξιότητα ζωής. Ανοίγει ένα μονοπάτι μάθησης και εμπειρίας αφήνοντας λίγο ή και καθόλου χώρο για φανταστικά σενάρια.