Θυμάμαι μικρή που ήμουν να μου λένε οι σοφοί μεγαλύτεροι πως μεγαλύτερη ευλογία από το να εκτιμάς αυτά που έχεις, δεν υπάρχει. Προσπαθούσα με το παιδικό μου μυαλό να κατανοήσω αυτό που μου έλεγαν, με το βλέμμα μου όμως πάντα στραμμένο προς τις μεγαλουπόλεις (έτσι έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια ακόμη και μία μικρή κωμόπολη) που ανυπομονούσα να μεγαλώσω και να πάω να ζήσω εκεί. Οπότε, πού προσοχή για να μπορέσω να καταλάβω την αξία αυτής της τόσο σοφής φράσης.
«Ευλογία να εκτιμάς όσα έχεις. Ακόμη και αν αυτά είναι λίγα». Έχοντας περάσει τα 40 μου χρόνια και μένοντας μακριά από το χωριό μου, το μυαλό μου όλο πηγαίνει σε αυτό και στα παιδικά μου χρόνια. Ίσως να φταίει που έχω γίνει μητέρα και καθώς μεγαλώνει το παιδί μου, βλέπω πόσο σαρωτικά έχει μπει η τεχνολογία (τα πράγματα του διαβόλου, όπως έλεγε η γιαγιά μου κάθε τι καινούργιο ερχόταν στο σπίτι) στη ζωή του. Και όσο και αν θέλω να το προστατεύσω από αυτό, μερικές φορές αισθάνομαι να κατεβάζω τα χέρια παραδομένη στον «εχθρό».
Και είναι αυτές οι φορές που μου έρχονται οι παιδικές θύμησες. Η νοσταλγία σε όλο της το μεγαλείο. Αλλά και η θλιβερή διαπίστωση πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα μέσα σε αυτά τα τριάντα και βάλε χρόνια. Πόσο μεγάλες είναι οι διαφορές. Εμείς ζήσαμε παιδικά χρόνια. Με την αθωότητά τους, την αγριότητά τους, την άγνοια, την απόλαυση, τη χαρά, την αφέλεια, την παιδικότητα. Και το κυριότερο; Είτε σε πόλη είτε σε χωριό, μεγαλώσαμε σε γειτονιές.
Σήμερα, οι γειτονιές είναι προνόμιο και τα περισσότερα παιδιά (ακόμη και σε πόλεις της επαρχίας) μεγαλώνουν στα διαμερίσματα. Άρα, ποιος μπορεί να τα κατηγορήσει που αποχαυνώνονται μπροστά από μία οθόνη τηλεόρασης, υπολογιστή ή τάμπλετ.
Παιδικά χρόνια στο χωριό
Τότε δεν το εκτιμούσα όσο του άξιζε. Τώρα, ξέρω πόσο τυχερή ήμουν που μεγάλωσα σε χωριό. Σε χωριό τη δεκαετία του ’80. Άλλη αίσθηση, πραγματικά. Αν έχεις μεγαλώσει κι εσύ σε χωριό ή το επισκεπτόσουν τα καλοκαίρια, το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα εκείνη την εποχή, έχεις τις ίδιες θύμησες. Και το κυριότερο, έχεις χορτάσει παιγνίδι.
Στο χωριό ξυπνούσαμε το πρωί, πίναμε το κατσικίσιο γάλα (αν και το δικό μου είχε ποτίσει όλες τις γλάστρες) ή το κλασικό εβαπορέ που μεγάλωσε γενιές και γενιές, ντυνόμασταν και φεύγαμε για το παιγνίδι.
Τηλέφωνα δεν παίρναμε ο ένας τον άλλον. Κι εννοείται ότι ποτέ δεν συνεννοούνταν οι μανάδες μας, αν θα έρθει ο ένας στο σπίτι του άλλου για να παίξουμε. Το ραντεβού κλεινόταν από εμάς τα ίδια τα παιδιά, από το προηγούμενο βράδυ που χωρίζαμε.
Κι αν κάποιος αργούσε να έρθει, πηγαίναμε όλοι μαζί στο σπίτι του και τον παίρναμε. Συνήθως φωνάζαμε όλα μαζί από την αυλόπορτα.
Αγόρια και κορίτσια ήμασταν όλοι μία παρέα. Ένα τσούρμο. Και παίζαμε τα πάντα. Ακόμη και ποδόσφαιρο. Συνήθως, εμάς τα κορίτσια μάς έβαζαν τέρμα ή παίζαμε αγόρια εναντίον κοριτσιών όπου γινόταν το έλα να δεις. Για γήπεδο πηγαίναμε στα χωράφια, τα οποία μόλις είχαν θερίσει και είχαν ακόμη μικρές καλαμιές που μας γρατζούνιζαν παντού ή πηγαίναμε σε αλώνια.
Όταν βαριόμασταν το ποδόσφαιρο, παίζαμε με τα ποδήλατα. Για να τα κάνουμε «αγωνιστικά» βάζαμε τσίγκινα κουτάκια από αναψυκτικό στο φτερό της πίσω ρόδας για να κάνουν τον απαραίτητο θόρυβο. Κόντρες, κολιές, ποδήλατο χωρίς να κρατάμε το τιμόνι, κατεβαίναμε τις κατηφόρες σαν σίφουνες, ματωμένα γόνατα. Η άγνοια κινδύνου σε όλο της το μεγαλείο.
Ακόμη και σήμερα έχω σημάδια από τα πεσίματα. Και όπως μας έλεγαν οι παλαιοί τότε, τα σημάδια δείχνουν ότι έπαιξες. Κι εμείς στα μικράτα μας στο χωριό, χορτάσαμε παιγνίδι.
Τρέξιμο, κρυφτό, κυνηγητό, χαμένος θησαυρός, χαλασμένο τηλέφωνο, μακριά γαϊδούρα, τα μήλα, κουτσό, σχοινάκι, βόλοι… Και σε κάθε παιγνίδι, κάναμε όλοι σαν μικροί Ούνοι.
Φεύγαμε το πρωί από το σπίτι, γυρίζαμε το μεσημέρι για φαγητό, με το ζόρι κρατιόμασταν για λίγη ώρα στο σπίτι και μετά επιστροφή στο δρόμο για παιγνίδι μέχρι να βραδιάσει.
Αν έχεις περάσει τα παιδικά σου χρόνια στο χωριό…
Έχεις πάει με τη γιαγιά ή τον παππού να βοσκήσετε τις κατσίκες. Έτρεχες μέσα στα χωράφια, σε έχει τσιμπήσει τσουκνίδα και δάκρυζες από το τσούξιμο. Δεν λογάριαζες αν εκεί υπήρχαν φίδια. Μάζευες αγριολούλουδα, ξάπλωνες στο χωράφι και άκουγες τη γιαγιά ή τον παππού να σου λέει παλαιές ιστορίες.
Έχεις φάει χώμα. Έτρωγες με βρώμικα χέρια. Τα φρούτα απλά τα σκούπιζες στη βρώμικη από σκόνη μπλούζα και μετά τα έτρωγες.
Σκαρφάλωνες στα δέντρα. Έφτιαχνες με τα γειτονόπουλα αυτοσχέδιες κούνιες στο δέντρο. Άκρως επικίνδυνες, αλλά τότε ούτε που το λογάριαζες αυτό.
Τσακωνόσουν με τις φίλες σου ή τους φίλους σου και λύνατε το πρόβλημα μετά μόνοι με ένα «φίλοι; Φίλοι». Οι μαμάδες δεν ανακατεύονταν σε αυτό, όπως τώρα.
Έτρωγες γαριδάκια, όπως τα Φοφίκο, τα Φουντούνια, τα Δρακουλίνια. Έπινες γκαζόζα. Αγόραζες τις τσίχλες-τσιγάρα κι έκανες ότι κάπνιζες. Τρελαινόσουν για τις Κόκο καραμέλες, που σου έδινε ο μπακάλης αντί για ρέστα και με το δάχτυλο καθάριζες αυτή που είχε κολλήσει στον ουρανίσκο. Αηδιαστικό, έτσι; Τότε, όμως, δεν το υπολογίζαμε. Και σήμερα ως γονείς αν δούμε το παιδί να βάζει το χέρι στο στόμα, αρχίζουμε τις φωνές.
Μέτραγες τα παγωτά κι έτρωγες και δυο και τρία την ημέρα για να περάσεις τον άλλον. Εννοείται, ότι όλοι βάζαμε επιπλέον παγωτά στο μέτρημα. Αγαπημένα η Πατούσα, το Σικάγο και φυσικά το Τόνγκο. Η παγωτάρα. Ξύλινο με γεύση μπανάνα και σε σχήμα φάτσας.
Μέτραγες τα μπάνια. Αν ήσουν από τους τυχερούς που το χωριό ήταν παραθαλάσσιο, πέρναγες το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στη θάλασσα. Σημείωση: χωρίς αντηλιακό με δείκτη προστασίας. Αν το χωριό (όπως το δικό μου) ήταν ορεινό, τότε κάθε μέρα όλα τα παιδιά της γειτονιάς ανεβαίναμε στην καρότσα του αγροτικού (τότε οι κούρσες στο χωριό δεν ήταν πολλές) και πηγαίναμε για μπάνιο.
Η αλήθεια είναι πως οι κανόνες ασφαλείας δεν τηρούνταν ούτε από τους ίδιους τους γονείς. Δε νοείται να αφήσω το παιδί στο αυτοκίνητο χωρίς να βάλει ζώνη ασφαλείας. Τότε, εμείς σε ένα αγροτικό με μονή καμπίνα μπαίναμε 2 ενήλικες και 4 παιδιά!
Έβλεπες φανατικά Ντιούκς, έφτιαχνες αυτοσχέδια βουναλάκια και τα πηδούσες, με το ποδήλατο σε ρόλο General Lee ουρλιάζοντας «ΙΙΙΙΙχα». Ναι το κάναμε κι εμείς τα κορίτσια.
Έβλεπες Νιλς Χόλγκερσον και μετά όλοι μαζί τρέχατε σαν το κοπάδι με τις αγριόχηνες. Τι, δεν το κάνατε εσείς;
Τα κορίτσια ήμασταν κολλημένα με το Fame. Πόσο χορό είχαμε ρίξει, θυμάμαι.
Έκανες με την κολλητή ή τον κολλητό τηλεφωνικές φάρσες. Μέχρι που το έπαιρναν χαμπάρι οι δικοί και κλείδωναν το τηλέφωνο. Αλήθεια, τη θυμάσαι την κλειδαριά που την έβαζαν στο μηδέν;
Το βράδυ μαζευόσασταν τα παιδιά της γειτονιάς και λέγατε διάφορες ιστορίες, κυρίως τρόμου. Και αν φοβόσουν να πας σπίτι, σε πήγαιναν όλοι οι υπόλοιποι.
Είχατε κόντρα με τον άλλον μαχαλά.
Πηγαίνατε να πιάσετε βατράχια.
Έχεις μεγαλώσει σε σπίτι όπου έμεναν μαζί και ο παππούς με τη γιαγιά. Εγώ είχα μόνο τη γιαγιά μου και πολλές φορές κοιμόμουνα μαζί της.
Το απόγευμα η γιαγιά σου έφτιαχνε να φας ψωμί με νερό και ζάχαρη. Καμιά φορά αντί για ζάχαρη έβαζε κακάο ή καφέ. Επίσης, μας έφτιαχνε χτυπητό αυγό. Τι είναι αυτό; Αυγό ωμό το οποίο χτυπούσε πολύ καλά με ζάχαρη. Και μετά απορώ γιατί την έχω βγάλει στην καρέκλα του οδοντίατρου.
Τα κορίτσια, όταν βαριόμασταν να παίξουμε, κεντάγαμε. Όπως έλεγαν και οι μανάδες μας, έπρεπε να φτιάξουμε την προίκα μας και να έχουμε να βάλουμε στους τοίχους του σπιτιού μας.
Αγοράζαμε τα κορίτσια Μανίνα και κόβαμε τα σιδερότυπα που είχε στο πίσω μέρος. Μία κούκλα με φορέματα.
Η αλήθεια είναι πως τώρα που τα σκέφτομαι όλα αυτά, απορώ για την άγνοια κινδύνου που είχαμε. Απορώ και με τη χαλαρότητα των γονιών μας. Ξέρω, όμως, πως ήταν ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια κι αισθάνομαι τυχερή που τα έζησα.