Ο Γιάννης Βούρος καταπιάνεται μονίμως με πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Και τριάντα ώρες, που λέει ο λόγος, να είχε η μέρα, πάλι δεν θα του ήταν αρκετές.

Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στο Σπασμένο Γυαλί, του Arthur Miller, ετοιμάζεται για την πρεμιέρα του Dream Story, το οποίο και σκηνοθετεί, κατεβαίνει υποψήφιος δήμαρχος στην περιοχή που μεγάλωσε, τη Νέα Φιλαδέλφεια, κοουτσάρει την ομάδα ποδοσφαίρου του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και… μαθαίνει πώς είναι να ζεις ξανά ως εργένης, αφού χώρισε ύστερα από 21 χρόνια γάμου!

Σε συνέντευξή στο περιοδικό People μιλά για όσα θέλεις να μάθεις για ΄κείνον.

Πώς τα προλαβαίνεις;

Έχω ένα προσόν, είμαι πολύ οργανωτικός και πάντα έχω δίπλα μου καλούς και άξιους συνεργάτες. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι δεν είναι εξοντωτική η φετινή χρονιά, στα όρια της υπερκόπωσης. Βέβαια, τα αποτελέσματα είναι θετικά και έτσι είμαι ευτυχής.

Για τις παραστάσεις, εν μέρει και για την ομάδα ποδοσφαίρου των ηθοποιών, το καταλαβαίνω, είναι η δουλειά σου. Για δήμαρχος πώς αποφάσισες να κατέβεις;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια λαϊκή συνοικία, προσφυγική, όπως είναι η Φιλαδέλφεια. Την έχω ζήσει με χωματόδρομο, ξέρω κάθε παθογένεια και ομορφιά της περιοχής. Η επιλογή μου έχει να κάνει, λοιπόν, με τον τόπο μου, τη γειτονιά μου, τους παλιούς μου φίλους και συμμαθητές.

Έχεις όμορφες παιδικές αναμνήσεις;

Δεν μπορώ να πω ότι στερήθηκα πράγματα. Δεν είχα, όμως, και την άνεση άλλων παιδιών, να κάνω ταξίδια ή το κέφι μου με ακριβά αμάξια. Ήμουν ένα προσγειωμένο παιδί και στην ουσία δεν με ενδιέφεραν όλα αυτά τα εντυπωσιακά πράγματα, όπως το να πάω διακοπές ως έφηβος στη Μύκονο ή να διασκεδάσω στα ακριβά κλαμπ της εποχής.

Το ακριβό αμάξι το οδήγησες αργότερα στη ζωή σου;

Όχι, δεν έχω τρέλα μ’ αυτά. Κάποια στιγμή βρέθηκα να οδηγώ ένα τζιπ επειδή ήμασταν μεγάλη οικογένεια και θέλαμε να κάνουμε ταξίδια. Αυτό κράτησε ένα-δυο χρόνια, μετά το πούλησα. Ουσιαστικά, από τα 18 μου κυκλοφορώ παντού με τη μηχανή. Ακόμη κι όταν τύχει να βρίζω και να σιχτιρίζω γιατί βρέχει, τη μηχανή δεν την αλλάζω, είναι κομμάτι της ζωής μου.

Δεν σκέφτεσαι «Καλύτερα να μη βρίσω τώρα γιατί θα με αναγνωρίσουν»;

Δεν μπορώ, γίνομαι θηρίο όταν βλέπω οδηγούς –άντρες ή γυναίκες– με το κινητό στο χέρι, να οδηγούν και να βγάζουν selfies. Έχω κινδυνεύσει έτσι και εκεί έβρισα πολύ, χάνοντας ουσιαστικά το δίκιο μου. Βεβαίως, έχω υποστεί κριτική γι’ αυτό. Σε ένα φανάρι με πρόλαβε ένας και μου λέει «Ωραία, κύριε Βούρο, μπράβο σας». Του απαντάω «Με συγχωρείς, άνθρωπέ μου, αλλά κι εμένα δεν τρέχει ούζο στις φλέβες μου. Αίμα έχω και οι σφυγμοί μου, όταν χωρίς φλας μού κλείνεις τον δρόμο και πας να με πετάξεις στο πεζοδρόμιο, πάνε στους 170». Δεν μπορώ, εκρήγνυμαι. Δεν είμαι ο άνθρωπος που δεν θα μιλήσει ή θα σκεφτεί την κοινωνική του θέση. Στο κάτω κάτω, μια δουλειά βιτρίνας κάνουμε. Μας κρίνουν από την τηλεόραση ή το θέατρο και υποτίθεται ότι πρέπει εμείς να είμαστε το παράδειγμα στην κοινωνία. Ε, κάποιες φορές αυτό δεν γίνεται.

Πόσο σε επηρεάζει η γνώμη των άλλων;

Στο παρελθόν, πολύ. Έχω αυτογνωσία και θεωρώ ότι είμαι δίκαιος, μπαίνω στη λογική της αυτοκριτικής και εντοπίζω πού μπορεί να έχω κάνει λάθος. Συνεπώς, όταν υφίσταμαι μια κριτική κακόπιστη και συκοφαντική ή μια ύβρη που εκτοξεύεται προς το πρόσωπό μου, χαλιέμαι. Τουλάχιστον, παλιότερα. Πλέον, δεν χαλάω τη ζαχαρένια μου για κάτι που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθώ. Έχω καταλήξει ότι με ενδιαφέρει η γνώμη των ανθρώπων που έχω τοποθετήσει ψηλά εγώ, όχι το κατεστημένο. Ποτέ, άλλωστε, δεν συναλλάχθηκα μαζί του. Αλλά κι αυτό δεν έπαιξε μαζί μου μπάλα.

Ωστόσο, όταν περνά στα χέρια σου η εξουσία οποιασδήποτε μορφής, είτε από την καρέκλα του σκηνοθέτη, του παραγωγού, του καλλιτεχνικού διευθυντή στο ΚΘΒΕ στο παρελθόν είτε του υποψήφιου δημάρχου τώρα, πώς τη διαχειρίζεσαι;

Δεν πιστεύω ότι οι τίτλοι κάνουν τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι κάνουν τους τίτλους και στολίζουν τα αξιώματα. Προσωπικά, δεν χρησιμοποίησα ποτέ τον τίτλο ή το αξίωμά μου προκειμένου να κερδίσω ή να επιβάλω κάτι. Βεβαίως, μου αρέσει να οργανώνω ομάδες και, όταν μου αναθέτουν μια δουλειά, να αναλαμβάνω εξολοκλήρου την ευθύνη. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό μου.

Και όταν δεν μπορείς να κάνεις ελεύθερα και με τους δικούς σου όρους αυτό που έχεις αναλάβει, τι γίνεται;

Εκεί μπαίνει το αίσθημα μιας βαθιάς απογοήτευσης. Γιατί έχεις κάνει ό,τι περνάει από το χέρι σου. Ειδικά σ’ αυτή τη δουλειά, μπορεί να έχεις τα καλύτερα υλικά και να μη σου πετύχει η συνταγή. Απογοητεύεσαι, αλλά ξυπνάς το επόμενο πρωί και λες «Έκανα ό,τι μπορούσα, έχω τη συνείδησή μου ήσυχη». Δεν πρέπει, όμως, να μπεις από μόνος σου στη λογική των εκπτώσεων, εκεί έχεις χάσει από χέρι. Είσαι υποχρεωμένος να πας μέχρι το τέλος. Ο Τσαρούχης μού έλεγε κάτι καταπληκτικό: «Να σημαδεύεις με το τόξο σου ψηλά, γιατί το βέλος, και τον στόχο να μην πιάσει, κάπου ψηλά θα πάει». Αυτό προσπάθησα να τηρήσω σε όλη μου τη ζωή.

Ποιος χώρος πιστεύεις ότι σου έδωσε τη μεγαλύτερη απογοήτευση;

Μια γλυκόπικρη γεύση μού άφησε η περίοδος της θητείας μου στη Βουλή (σ.σ. είχε εκλεγεί βουλευτής το 2009, με το ΠΑΣΟΚ), γιατί κάποιοι άνθρωποι μπήκαμε ανιδιοτελώς σ’ αυτή την ιστορία, με αλτρουισμό, γενναιοφροσύνη και αίσθημα παροχής υπηρεσιών, και βρεθήκαμε σε μια κινούμενη άμμο όπου πραγματικά δεν ήξερες από πού να πιαστείς. Και σκέψου ότι εγώ είχα και την πολύχρονη εμπειρία της εμπλοκής μου με σωματεία, οργανισμούς, συνδικαλιστικά όργανα…

Άρα, δεν ήξερες λίγο πολύ πού πήγαινες;

Φανταζόταν κανένας το 2009-2010 αυτό που θα συνέβαινε; Κανένας. Ήταν τελείως διαφορετικές οι συνθήκες τότε στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ξαφνικά, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τσουνάμι ανακατατάξεων στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή, που δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα. Και μάλιστα σε «αχαρτογράφητα νερά», που λέγαμε τότε. Αναγκάστηκα, λοιπόν, να τσαλακωθώ σε πολύ μεγάλο βαθμό, συνειδησιακά και ιδεολογικά.

Το μάθημα που πήρες;

Αυτό που λέει στο τέλος του έργου μας, Μάτια Ερμητικά Κλειστά, η πρωταγωνίστρια στον άντρα της: «Μην πιάνεις ποτέ στο στόμα σου το μέλλον, γιατί δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει».



Πηγή