Το χαρακτηριστικό γέλιο, οι ιδιαίτερες γκριμάτσες και η πληθωρική κίνησή του γέμιζαν το κινηματογραφικό πανί ή το θεατρικό σανίδι. Όμως, ο Νίκος Σταυρίδης χρειάστηκε να παλέψει πολύ για να αναδειχθεί και να αναγνωριστεί το πηγαίο ταλέντο του και να πάρει τη θέση που του άξιζε στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.
Γιατί, η ζωή σε άλλους κλείνει πονηρά το μάτι – σαν να συνωμοτούν για τη… ζαβολιά που πάνε να κάνουν – και σε άλλους είναι ένας διαρκής αγώνας, ένας δρόμος που δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, που τίποτε δεν σου χαρίζεται. Και πρέπει να προσπαθήσεις, να παλέψεις, να αγωνιστείς για να κλείσει και σε εσένα το… μάτι. Χωρίς ίχνος «συνωμοσίας», αλλά με τη δική σου ικανοποίηση ότι τα κατάφερες!
Σε αυτήν την κατηγορία, άνηκε σίγουρα ο Νίκος Σταυρίδης. Ο ηθοποιός που χάριζε απλόχερα το γέλιο στον κόσμο σε δύσκολες εποχές, είχε ζήσει ο ίδιος πρωτύτερα τα δικά του δύσκολα χρόνια. Και ήξερε καλά πόσο σημαντικό ήταν να κάνεις τον άλλον να γελάει. Να ευφραίνεις τη ζωή του – έστω και για λίγο, όσο δηλαδή διαρκούσε μία ατάκα του – σαν ένα ποτηράκι ούζο. Σαν εκείνο, που λίγο έλειψε να του πάρει τη ζωή, πάνω σε μία στιγμή απόγνωσης. Ήταν στις αρχές της καριέρας του που θέλησε να βάλει τέλος στη ζωή του.
Για να φτάσει, όμως, σε αυτή την τρέλα, είχε περάσει μία δύσκολη ζωή, γεμάτη φτώχεια, πίκρες, απορρίψεις και κλάμα στα κρυφά για να μη δει κανείς την ευαίσθητη ψυχή του να πονάει.
Τα φτωχικά χρόνια στη Σάμο
Το 1910 στο Βαθύ της Σάμου είδε το πρώτο φως της ζωής ο Νίκος Σταυρίδης. Ήταν το δεύτερο παιδί μία φτωχής πολύτεκνης στη συνέχεια οικογένειας. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα, ενώ ο μικρός Νίκος από πολύ νωρίς έπιασε δουλειά στο μπακάλικο του πατέρα του.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, μία διαρκής πάλη για την επιβίωση. Πού χρόνος και διάθεση για την αναμελιά της ηλικίας του. Ο Νίκος Σταυρίδης ήταν ένα παιδί με ευαίσθητη ψυχή. Μοναδική διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα ήταν το θεατρικό σανίδι, στο οποίο ανέβηκε ήδη από το Δημοτικό πρωταγωνιστώντας με επιτυχία στις σχολικές παραστάσεις.
Από τότε, φαίνεται ότι ρίζωσε μέσα του το μικρόβιο της υποκριτικής. Ήταν, όμως και ιδιαίτερα δραστήριος και ανήσυχος και όταν έβρισκε χρόνο από τις σχολικές του υποχρεώσεις, αλλά και από αυτές στο μπακάλικο του πατέρα του, ασχολούνταν με το στίβο και το άλμα επί κοντώ, δούλευε σε κινηματογράφο ως βοηθός του μηχανικού προβολής, έψελνε στην εκκλησία και έστηνε παραστάσεις θεάτρου σκιών σε όλη τη Σάμο.
Το 1928 αποφάσισε να πάει στην Αθήνα μπας και κατάφερνε να κάνει τη ζωή του καλύτερη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, άλλωστε, αυτό ήταν το όνειρό του. Να ξεφύγει από την ανέχεια, τη φτώχεια. Η υποκριτική παρέμενε ένας ανομολόγητος έρωτας που θα έπαιρνε και αυτός σάρκα και οστά στη συνέχεια. Αλλά όχι τόσο εύκολα.
Μέχρι να ερχόταν εκείνη τη στιγμή, πιάνει δουλειά σε μια αποθήκη υλικού πολέμου στον Πειραιά, στην οποία πήγαινε μάλιστα με τα πόδια από την Αθήνα όπου διέμενε. Η θέση του ήταν να ταιριάζει τις αρβύλες κατά μέγεθος και το πενιχρό μεροκάματο έφτανε ίσα-ίσα για ένα ξεροκόμματο.
Η απόπειρα αυτοκτονίας
Με τον Βασίλη Αυλωνίτη αποτελούν δύο από τα «ιερά» τέρατα της ελληνικής κωμωδίας. Και πολλοί ήταν εκείνοι που έκαναν σύγκριση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο «ογκόλιθους». Και ποιος να το έλεγε στο Νίκο Σταυρίδη ότι θα ερχόταν κάποτε αυτή η μέρα, εκείνο το βράδυ του 1928 όταν είδε τον Αυλωνίτη σε μία παράσταση και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στο θέατρο.
Πέρα από το υποκριτικό του ταλέντο, διέθετε μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι και φωνή τενόρου. Και ήταν αυτό ακριβώς το προσόν του που του άνοιξε την πόρτα για το όνειρό του στο θέατρο.
Μία μέρα καθώς περνούσε έξω από το θέατρο που είχε δει τον Βασίλη Αυλωνίτη, άκουσε τον θίασο να κάνει πρόβα. Με τον παρορμητισμό της νιότης χωρίς δεύτερη σκέψη αποφασίζει να «μπουκάρει» μέσα και να ζητήσει να δοκιμαστεί στο τραγούδι.
Στην αρχή τον πέρασαν για τρελό και ψώνιο, αλλά μόλις από το στόμα του βγήκαν οι πρώτες νότες «τους κόπηκε η όρεξη για κάθε πλάκα», όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Έγινε μέλος της μουσικής παράστασης «Λοβιτούρα» και στον πρώτο του ρόλο έκανε τον λούστρο που γυάλιζε τα παπούτσια του Αυλωνίτη!
Όλοι αναγνώριζαν το ταλέντο του, αλλά τα λόγια δε συνοδεύονταν με πράξεις. Ο καιρός περνούσε και οι προτάσεις για το Νίκο Σταυρίδη δεν έλεγαν να έρθουν. Η μόνη που ήρθε, ήταν μία αποτυχία! Ο πρώτος του κανονικός ρόλος – γιατί μέχρι τότε τον εμπιστεύονταν μόνο ως κομπάρσο – ήρθε στο θέατρο «Έντεν» δίπλα στην Κούλα Γκιουζέπε, που όμως απέτυχε εισπρακτικά.
Αυτή η εξέλιξη, μαζί με όλες τις πίκρες που ήταν μαζεμένες, τον έφεραν σε απόγνωση. Τέτοια ζωή δεν την ήθελε άλλο και παρόλο που είχε όλο το μέλλον μπροστά του, εκείνος έμοιαζε παρατημένος σα να κουβαλούσε χρόνια ολάκερα αυτό το βαρύ φορτίο που η μοίρα του φόρτωσε, χωρίς να τον ρωτήσει.
Έτσι, πικραμένος, απογοητευμένος και μεθυσμένος πήρε ένα μπουκάλι ούζο και ανέβηκε μέχρι την Ακρόπολη με σκοπό να αυτοκτονήσει. Στη διαδρομή όμως μέθυσε περισσότερο και όταν έφτασε στον Ιερό Βράχο, από το μεθύσι δε θυμόταν καν τι ήθελε να κάνει!
Μοιάζει με σενάριο κωμικής ταινίας, από αυτές στις οποίες μεγαλούργησε ο Νίκος Σταυρίδης και ξεδίπλωσε όχι πολύ αργότερα, το πηγαίο και σπουδαίο ταλέντο του. Όμως, η ιστορία με την απόπειρα αυτοκτονίας ήταν το σενάριο της δικής του ζωής, που είχε φτώχεια, απογοήτευση, πίκρες, ευαισθησίες και δαίμονες που στο τέλος τους νίκησε!
Η καταξίωση του σεμνού παιδιού από τη Σάμο
Το σενάριο της ζωής του Νίκου Σταυρίδη είχε και την όμορφη πλευρά του. Και μπορεί λίγο να άργησε, όμως, ήρθε κι έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1942 και μετά έγινε το θεατρικό του μπαμ. Παραστάσεις, περιοδείες, επιτυχίες, επιβράβευση. Η αξία του αναγνωρίστηκε σε όλα τα επίπεδα και πλέον, καθιερώθηκε ως θεατράνθρωπος.
Σε μεγαλύτερη ηλικία, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μπήκε στη ζωή του και ο κινηματογράφος. Και μαζί του η καθολική αναγνώριση. Πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες και το κοινό λάτρεψε τη φιγούρα του, το ταλέντο του, τη σπάνια κωμική του στόφα. Και μπορεί στο ξεκίνημά του να του έλεγαν ότι δεν είχε τη φυσιογνωμία του κωμικού και μπορεί να χρειάστηκε να προσπαθήσει περισσότερο, όμως, τα κατάφερε. Και πέρασε στο πάνθεο των μεγάλων κωμικών.
Στην προσωπική του ζωή παρέμενε πάντα το σεμνό κι ευαίσθητο παιδί από τη Σάμο. Λέγεται ότι στις πρεμιέρες των ταινιών του δεν πήγαινε ποτέ. Προτιμούσε να πηγαίνει στον κινηματογράφο άλλη μέρα, μόνος, χωρίς να τον καταλάβει κάποιος. Τέτοια ήταν η σεμνότητά του.
Το αντίθετο, όμως, συνέβαινε σε ο, τι είχε σχέση με τον Ολυμπιακό. Η αγάπη που είχε στην ομάδα του ήταν μεγάλη και δεν έχανε αγώνα, εκφράζοντας πάντα τη λατρεία του προς αυτήν.
Άλλη μεγάλη αγάπη για το Νίκο Σταυρίδη ήταν το νησί του. Στη Σάμο επέστρεψε όταν πια αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα και να περάσει τα γεράματά του. Κι εκεί, στον τόπο που τον γέννησε, εκεί όπου αντίκρυσε το πρώτο φως της ζωής, έκλεισε για πάντα τα μάτια του σε ηλικία 77 ετών, στις 12 Δεκεμβρίου του 1987.