Η δεκαετία του ’80 είναι αυτή που περισσότερο από κάθε άλλη προσφέρεται -και μάλιστα απλόχερα- για αναλύσεις. Όχι άδικα, ωστόσο, απ’ όσους επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο προέκυψε πως ένα παρόμοιο εγχείρημα μοιάζει με ναρκοπέδιο.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει ν΄ ασχοληθεί με αυτή τη δεκαετία που έμοιαζε να είναι τόσο αγνή όσο και «πονηρή». Τόσο άγια όσο και… διαβολική. Για τους περισσότερους είναι η δεκαετία που καθόρισε το μέλλον μιας ολόκληρης χώρας. Που καθόρισε το μέλλον των γενεών που υπήρχαν πριν από αυτή, που μεγάλωσαν σε αυτή αλλά και όσων ήρθαν αργότερα.
Η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της πολλές, διαδοχικές, ταραγμένες πολιτικά δεκαετίες και μπαίνει σε μια που για πρώτη φορά αφήνει τόσα περιθώρια ανοιχτά στη χειραφέτηση. Ο Έλληνας πλουτίζει (με κακό και περίεργο τρόπο που θα τον πληρώσει ακριβά μερικές δεκαετίες αργότερα) ή έστω περνά καλύτερα- ανεκτά, σπουδάζει μαζικά στο εξωτερικό, ταξιδεύει, αθλείται όσο ποτέ πριν και όσο ποτέ μετά (ας είναι καλά ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά), ενημερώνεται (αν και αυτό είναι σχετικό) περισσότερο και κυρίως διασκεδάζει.
Είναι η εποχή που οι Έλληνες «χωρίζονται» σε σκυλάδες, ποιοτικούς, ροκάδες και… ανέμελους. Η Ελλάδα αναστέναζε στις πίστες αλλά όχι μόνο εκεί.
Είναι η εποχή που η «Φαντασία», η «Νεράιδα», οι «Αμπάρες» (που γινόταν ο κακός χαμός κάθε φορά που ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος ανέβαινε στην πίστα) γέμιζαν σχεδόν κάθε βράδυ ασφυκτικά και ο λουλουδοπόλεμος άφηνε στα ταμεία των νυχτερινών κέντρων πολλά, πάρα πολλά, χιλιάρικα!
Ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε και το θρυλικό «Ρόδον» ή το «Κύτταρο», ή ο «Πήγασος» στα Εξάρχεια και τόσα άλλα ροκάδικα που αποτελούσαν το αντίπαλον δέος των «σκυλάδων». Ένας τρόπος ζωής που προκαλούσε μια κοινωνία που επιχειρούσε το άλμα στο μέλλον.
«Άσε με μάνα, σηκώνω μοϊκάνα»
Λένε πως η ελληνική κοινωνία είναι άκρως συντηρητική ακόμα και όταν βρίσκεται στα καλύτερα της και στα πιο… απελευθερωμένα της. Πιθανότατα αυτό έχει μια γερή βάση. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς, άλλωστε, πως στη δεκαετία του ’80 αυτοί που τα έσπαγαν στα μπουζούκια και γέμιζαν τις πίστες με σαμπάνιες, επιστρέφοντας το πρωί στο σπίτι τους, περνούσαν μπροστά από το «Ρόδον», για παράδειγμα, έβλεπαν τους ροκάδες με τα μακριά μαλλιά να σουλατσάρουν απ’ έξω και αναρωτιόντουσαν «που πάει η κοινωνία»!
Σα να είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι, μέσα στην ίδια πόλη. Δυο διαφορετικές υπο-κουλτούρες σε διαρκή σύγκρουση. Από τη μία οι λάτρεις του Χριστοδουλόπουλου από την άλλη τα πανκιά στα Εξάρχεια με τα σκισμένα τζιν και τα καρφιά. Οι πρώτοι να κατηγορούν τους δεύτερους για έλλειψη σεβασμού και οι δεύτεροι να… την λένε στους πρώτους για το βλαχολαϊκό στυλ της μουσικής που ακούνε, για τα λαμέ κοστούμια, και για τα σκαρπίνια με τις άσπρες κάλτσες.
Κόντρες, ξύλο και ναρκωτικά
Για να δικαιολογήσουμε τον παραπάνω μεσότιτλο θα αρκούσε να γράψουμε ένα και μόνο ονοματεπώνυμο: Γιάννης Δαλιανίδης! Ο πολύ πετυχημένος σκηνοθέτης κατάφερε και έπιασε τον παλμό μιας ολόκληρης δεκαετίας μέσα σε μόλις δυο ταινίες. Τα «Τσακάλια» και την «Στροφή»! Με βασικούς πρωταγωνιστές τους Πάνο Μιχαλόπουλου και τον Σταμάτη Γαρδέλη δείχνει όλα αυτά που προσπαθούν τόσοι και τόσοι γραφιάδες να κάνουν ανά περιόδους.
Από τη μια οι νεόπλουτες οικογένειες που έδιναν σημασία σε όλα τα δευτερεύοντα ζητήματα δίνοντας έμφαση στον πλουτισμό και τη διασκέδαση και από την άλλη τα επαναστατημένα πιτσιρίκια που έπεφταν με τα μούτρα σε οτιδήποτε ήταν ή έμοιαζε παραβατικό.
Από τις κόντρες με τις μηχανές στου Ζωγράφου, πίσω από την Πανεπιστημιούπολη, ή στην παραλιακή μέχρι το ανελέητο ξύλο μεταξύ γειτονιών ή ακόμα και περιοχών για το ποιος θα κάνει τα κουμάντα.
Τις κυριακάτικες επισκέψεις στην εκκλησία για τις κυρίες με τις γούνες από τη μια και τα ραντεβού σε θρυλικές καφετέριες όπως ο «Λέντζος» στο Παγκράτι ή η «Φοντάνα» στον Πειραιά για τους πιτσιρικάδες της εποχής. Καμάκι σε στυλ Ψάλτη, ντουμάνια τα τσιγάρα από σχεδόν αμούστακους θεριακλήδες και βέβαια φραπέ (που τότε είχε… «πρωτοσκάσει μύτη») με τα λίτρα.
Δυστυχώς, όμως, και τα ναρκωτικά. Η πρέζα που έπεφτε με το τσουβάλι στα στέκια της νεολαίας. «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» έγραφαν σε αφίσα (την οποία έκανε διάσημη η Κατερίνα Γώγου) οι αναρχικοί για να καταγγείλουν πως το ίδιο το κράτος επιθυμεί την άγρια νεολαία ναρκωμένη.
Παράλληλα, να έχεις τους μεγαλύτερους, να τσακώνονται στα καφενεία για τα πολιτικά ή να περνάνε τις ώρες τους στις… πράσινες κλαδικές ή τις γαλάζιες τοπικές οργανώσεις! Την ίδια ώρα που «τα έχωναν» στους πιτσιρικάδες που πάνε στα γήπεδα και σκοτώνονται για τις ομάδες. Ο χουλιγκανισμός, άλλωστε, ήταν το φαινόμενο που ήρθε εισαγόμενο από την Αγγλία και θέριεψε στα γήπεδα (ή πιο σωστά στις κερκίδες) της δεκαετίας του ’80.
«Η αλήθεια, πατέρα, βρίσκεται στους sex pistols! Γκέγκε»;
Όλες οι παραπάνω αντιφάσεις, δημιούργησαν ένα κλίμα κόντρας ανάμεσα σε δυο γενιές που έδειχναν να μεγαλώνουν ταυτόχρονα. Οι μεγαλύτεροι να θέλουν να «ρουφήξουν» το δυτικό lifestyle και τους μικρότερους να θέλουν να διατηρήσουν με νύχια και με δόντια έναν υποτυπώδες underground τρόπο ζωής. Από τα «ουφάδικα» που ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια. Τα μπιλιαρδάδικα που ήταν για τους μεγαλύτερους… στέκια ανομίας μέχρι τις ντισκοτέκ που «ο σατανάς έμπαινε μέσα στους νέους και τους έκανε να κουνιούνται σαν δαιμονισμένοι»!
Όλο αυτό το διαφορετικό, ωστόσο, αποκαλυπτόταν σε όλο του το μεγαλείο μπροστά σε κάποιον όταν νέοι και μεγαλύτεροι αναγκάζονταν να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο για μερικές ώρες, σε εκείνα τα θρυλικά πάρτι που γινόντουσαν στα σπίτια.
Η μαμά να ετοιμάζει φαγητά για ένα λόχο και ο μπαμπάς να κρύβει τα μπουκάλια με το αλκοόλ. Οι πιτσιρικάδες να φέρνουν στο πάρτι ουίσκι ή βότκα στη ζούλα και να κλείνουν τα φώτα όταν έπαιζαν τα μπλουζ. Ήταν η στιγμή που τα κεφαλάκια των γονιών ξεπρόβαλαν δήθεν διακριτικά πίσω από τις πόρτες για να… ελέγξουν την κατάσταση την ίδια ώρα που τα «ντάπα-ντούπα» ξεσηκώνουν τη γειτονιά και «ταλαιπωρούν» τα ηχεία και τα πικάπ.
Και αν κάπου τα… έβρισκαν αυτά τα δυο αντιφατικά κομμάτια της ίδιας κοινωνίας είναι το σημείο που -πιθανότατα- μέχρι και σήμερα δεν έχει αλλάξει. Η έγχρωμη τηλεόραση και το βίντεο! Δυο συσκευές που έκαναν την εμφάνισή τους εκείνη τη δεκαετία και αν και ήταν σε εμβρυακό (για την Ελλάδα) στάδιο, καθήλωναν όλα τα μέλη της οικογένειας μπροστά τους. Άσχετα αν στη συνέχεια οι μισοί έφευγαν για τη «Φαντασία» και οι άλλοι μισοί για το «Ρόδον»!