Μια ξανθιά γυναίκα με δεμένα χέρια και δεμένα πόδια, σε αποσύνθεση, βρίσκεται μέσα σε μια γκρι κουβέρτα. Γύρω της είναι τυλιγμένο ένα κάλυμμα που χρησιμοποιούν για την κατασκευή επίπλων, κάτι που μπέρδεψε αρχικά τους νεαρούς, οι οποίοι και το πέρασαν για τσουβάλι.
Θα ανέβουν στον δρόμο, θα σταματήσουν ένα αυτοκίνητο που περνάει εκείνη τη στιγμή και θα ζητήσουν από τον άγνωστο οδηγό να φωνάξει την αστυνομία. Οι αρχές θα ξεκινήσουν μία έρευνα που θα κρατήσει μέχρι το πρωί. Λίγο αργότερα, ο ιατροδικαστής θα αποφανθεί πως η γυναίκα βρισκόταν σε εκείνο το σημείο σχεδόν δύο μήνες, στραγγαλισμένη.
Τα κοσμήματα και το ρολόι της, θα αποκλείσουν το κίνητρο της ληστείας και ταυτόχρονα θα είναι τα ίδια στοιχεία που θα βοηθήσουν τον πατέρα και έναν καλό φίλο της γυναίκας να την αναγνωρίσουν. Πρόκειται για την 23χρονη Θεοδώρα Κλάπα από την Κεραμυδιά Ηλείας, η οποία έμενε στην Πετρούπολη, εργαζόταν σε μπαρ και ήταν μητέρα δυο κοριτσιών, 5 και 2,5 ετών αντίστοιχα.
Οι υποψίες έπεσαν αμέσως στον άντρα της, τον Μανώλη Κουτσοσταύρο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς, είχε αργήσει να δηλώσει την εξαφάνισή της Κλάπα στην αστυνομία. Αντίθετα, είχε προσπαθήσει μόνος του να τη βρει μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι. Οι αστυνομικοί δεν τον πίστεψαν και ζήτησαν τα στοιχεία του φιλικού ζευγαριού. Θα τους τα δώσει και εκείνοι ερευνώντας, θα μάθουν ότι όντως ο 23χρονος ναύτης Γεώργιος Καράμπελας και η σύζυγός του Ευγενία, γνώριζαν πολύ καλά το θύμα. Οι δύο γυναίκες εκδίδονταν μαζί στην πλατεία Ομονοίας. Σύμφωνα με το ζευγάρι, λίγες ημέρες πριν την εξαφάνιση της 23χρονης, είχαν φάει όλοι μαζί στο σπίτι τους.
Αν και αρχικά οι δυο τους δεν κίνησαν τις υποψίες της αστυνομίας -οι οποίες συνέχιζαν να πέφτουν στον σύζυγο-, τους έκανε εντύπωση ένα στοιχείο: το ύφασμα μέσα στο οποίο βρέθηκε τυλιγμένο το πτώμα προερχόταν από ένα παιδικό στρώμα. Και αυτό το ζευγάρι είχε έναν γιο δύο χρονών.
Οι αστυνομικοί πήγαν ξανά στο σπίτι του ζευγαριού στην Καλλιθέα, αλλά δεν βρήκαν κανέναν εκεί. Είχαν προλάβει να μετακομίσουν στη Νέα Σμύρνη. Στη νέα τους διεύθυνση βρήκαν μόνο τη γιαγιά του μικρού και το αγοράκι. Όταν αργότερα ζήτησαν από την εκδιδόμενη γυναίκα να τους δείξει το κρεβάτι του παιδιού, τούς απάντησε ότι το είχαν στείλει στην Πάτρα, στο σπίτι που ζούσαν οι γονείς του άντρα της. Εκείνοι όμως όταν ανακρίθηκαν δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν τίποτα για κανένα κρεβάτι.
Οι αστυνομικοί είχαν καταλάβει ότι το ζευγάρι είχε σκοτώσει την άτυχη πόρνη, αλλά τα στοιχεία δεν έφταναν για να τους συλλάβουν. Ένα βράδυ, προσήγαγαν μόνο τη γυναίκα, κάτω απ’ τη μύτη του συζύγου της και την έκαναν να σπάσει. Τόσο καιρό ο Καράμπελας ασκούσε απόλυτο έλεγχο πάνω της, ήταν αυτός που την εξέδιδε και ήταν απ’ τους ανθρώπους του υποκόσμου που δεν θα ομολογούσε με τίποτα. Εκείνη όμως δεν άντεξε και περιέγραψε πώς δολοφόνησαν την 23χρονη. Και κυρίως εξήγησε το “γιατί”.
Δολοφόνησαν την Θεοδώρα Κλάπα λόγω “επαγγελματικού ανταγωνισμού”. Οι δυο φίλες σύχναζαν σε καφετέρια της Ομόνοιας, στο ‘Άστυ’, όπου και ψάρευαν τους πελάτες τους. Ένα βράδυ η μέλλουσα δολοφόνος θα αποκαλύψει στο θύμα ότι είχε κολλήσει ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, κονδυλώματα. Η Θεοδώρα Κλάπα σκέφτηκε ότι αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να της φανεί χρήσιμη. Ενημέρωσε όλους τους πελάτες της φίλης της για την κατάστασή της, με σκοπό όπως είπε αργότερα η δολοφόνος, να τους κλέψει απ’ την ίδια.
Το ζευγάρι το έμαθε και θολωμένο απ’ το μίσος, αποφάσισε να τη σκοτώσει. Η ίδια η Ευγενία Καράμπελα θα πει αργότερα στις αρχές:
“Δεν υπήρχαν περιθώρια να ζήσει μετά από αυτά που μας έκανε. Έτσι μη ζητάτε ευθύνες μόνο από εμάς, αλλά και σε εκείνη”.
Το μεσημέρι της 8ης Δεκεμβρίου κάλεσαν το θύμα στο σπίτι τους για φαγητό. Στη συνέχεια, πήγαν βόλτα με το αυτοκίνητο τους στο Σούνιο.
Αργά το βράδυ γύρισαν στην Αθήνα, στο σπίτι τους, και η Ευγενία Καράμπελα άφησε για λίγο μόνους εκείνη και τον σύζυγό της, δήθεν ότι πήγαινε να αγοράσει τσιγάρα. Όσο εκείνη έλειπε, ο άντρας της πίεσε την 23χρονη να κάνουν σεξ, πράγμα που εκείνη δέχτηκε. Άρχισαν να μαλώνουν, ο Καράμπελας έσφιξε τα χέρια του γύρω απ’ τον λαιμό της αλλά δεν τα “κατάφερνε”. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε η γυναίκα του. Άρπαξε ένα σκοινί και της έσφιξε τον λαιμό μαζί με τον άντρα της, μέχρι να πεθάνει. Της έδεσαν τα χέρια, τα πόδια και την έβαλαν μέσα στο επίμαχο στρώμα του κρεβατιού του παιδιού τους.
Το πτώμα της όμως δεν το εξαφάνισαν αμέσως. Όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, άφησαν τη νεκρή γυναίκα στο σαλόνι τους και πήγαν σε μια ταβέρνα για φαγητό! Εκεί αποφάσισαν το σημείο στο οποίο θα πετούσαν το πτώμα της. Πλήρωσαν τον λογαριασμό, γύρισαν σπίτι τους, την έβαλαν στο πορτμπαγκάζ και πήραν πάλι τη διαδρομή που είχαν πάρει το πρωί. Λίγο πριν την Ανάβυσσο, στην λεωφόρο Αθηνών –Σουνίου θα σταματήσουν, θα βγάλουν το πτώμα και θα το πετάξουν στον γκρεμό.
Για κακή τους τύχη όμως το πτώμα δεν θα πέσει ποτέ μέσα στη θάλασσα. Θα πιαστεί στα βράχια και δυο μήνες αργότερα θα εντοπιστεί από τους τρεις ερασιτέχνες ψαράδες, για τους οποίους μιλήσαμε στην αρχή.
Η συμπεριφορά των δολοφόνων θα συνεχίσει να είναι κυνική για όλο το διάστημα που θα ακολουθήσει. Θα δεχτούν ακόμη και να βοηθήσουν τον άντρα της πόρνης, παριστάνοντας ότι ψάχνουν κι εκείνοι να βρουν τα ίχνη της. Πίστευαν ότι έτσι δεν θα κινούσαν καμία υποψία. Το παιδικό στρώμα όμως θα τους προδώσει.
Κατά τη διάρκεια της δίκης οι δράστες δεν έδειξαν καμία μεταμέλεια. Μοναδική παραφωνία ο ισχυρισμός της γυναίκας ότι έβαλε το σκοινί στον λαιμό του θύματος αφού είχε ήδη πεθάνει, κάτι που δεν έπεισε τους δικαστές. Παρότι προσπάθησε να τα φορτώσει όλα στον σύζυγό της, εκείνος δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα. Συνέχισαν να αγκαλιάζονται μπροστά στους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ.
“Γιώργο μου, το δικαστήριο θα μας καταλάβει. Μπορεί να μας καταδικάσει μόνο 20 χρόνια. Είμαστε νέοι ακόμα, για να συνεχίσουμε το όνειρό μας”, θα του πει κάποια στιγμή σύμφωνα με δημοσίευμα της εποχής.
Το ζευγάρι τελικά θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία της νεαρής ιερόδουλης.
oneman.gr