«Έκλαψα για να γράψω. Έγραψα για να τραγουδήσω και τραγούδησα για να ζήσω…» συνήθιζε να λέει ο Αττίκ. Ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού, που μόνο πρόσφερε στην Τέχνη, την οποία υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του. Τέχνη και ζωή για τον Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου ήταν το πραγματικό του όνομα) ήταν έννοιες αλληλένδετες. Έκανε τη ζωή του τέχνη, μέσα από τα τραγούδια του, ενώ δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς τη μουσική.

Και ο έρωτας… Αυτός και αν δεν είχε ρόλο κυρίαρχο στη ζωή του σπουδαίου καλλιτέχνη. Χαρές, λύπες, πίκρες, απογοητεύσεις, καρδιοχτύπια, προδοσίες, όλα τα συναισθήματα -θετικά ή αρνητικά- που γεννά ο έρωτας σε έναν άνθρωπο, ο Αττίκ τα βίωσε όλα σε υπερθετικό βαθμό. Και φρόντισε να τους δώσει φωνή και μελωδία, χαρίζοντας μια πρόσκαιρη γιατρειά στην ψυχή του (όταν ήθελε να εκφράσει τον πόνο του) και μία σπουδαία κληρονομιά στη μουσική.

Εξάλλου, αρκετά από τα υπέροχα κομμάτια του κρύβουν πίσω μία ιστορία. Άλλοτε γλυκιά, άλλοτε γλυκόπικρη κι άλλοτε στενάχωρη. Υπάρχει, όμως κι ένα τραγούδι που γράφτηκε στο «πόδι», αλλά περικλείει όλο τον πόνο του καλλιτέχνη. Και ήταν γέννημα μίας ερωτικής ιστορίας, που για πολύ καιρό αποτέλεσε αγαπημένο κουτσομπολιό της τότε κοσμικής Αθήνας. Ήταν, τότε, που η δεύτερη σύζυγός του Μαρίκα Φιλιππίδη ερωτεύτηκε και κατόπιν παντρεύτηκε τον πατέρα της Μελίνας Μερκούρη, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του για χάρη της.

Τα χτυπήματα της μοίρας

Στις 19 Μαρτίου 1885 ήρθε στον κόσμο ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο τρυφερός γιος μίας εύπορης οικογένειας, καθώς ο πατέρας του Δημήτρης ήταν βαμβακοπαραγωγός κι έμπορος. Ο μικρός Κλέων και τα αδέλφια του μεγαλώνουν μέσα στα πούπουλά, αλλά και σε ένα περιβάλλον με αγάπη στις Τέχνες και δη στη μουσική. Άλλωστε, γι’ αυτό φρόντισε η μητέρα του, Εριθέλγη, που επέμενε στη μόρφωση των παιδιών της.

Στα 8 του χρόνια ο Κλέων χάνει τον πατέρα του και όλο το βάρος πέφτει πάνω στη μητέρα του. Η οικογένεια μετακομίζει στην Αθήνα, όπου διατηρούσαν δικό τους σπίτι στην Πατησίων. Η περιουσία που τους άφησε ο Δημήτριος Τριανταφύλλου ήταν μεγάλη, έτσι συνέχισαν να ζούνε άνετα και να κινούνται επίσης, με άνεση στα κοσμικά σαλόνια της πρωτεύουσας.

Ο Κλέων με τον αδελφό του πηγαίνουν στο Παρίσι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Νομική κι εκεί ο μικροσκοπικός και ζωηρός νέος θα έρθει σε επαφή με τη μουσική, όπου αποφασίζει να τη σπουδάσει. Στην Πόλη του Φωτός και του έρωτα γνωρίζει την πρώτη γυναίκα της ζωής του, την Γαλλοπολωνίδα Μαρί-Ελέν, με την οποία σύντομα παντρεύονται κι αποκτούν ένα παιδί. Ωστόσο, η μοίρα έπαιξε το πιο σκληρό της παιχνίδι και μέσα σε διάσημα έξι μηνών, έχασε πρώτα το παιδί του και μετά τη σύζυγό του.

Ο πόνος της διπλής απώλεια δεν τον εγκατέλειψε ποτέ για το υπόλοιπο της ζωής του. Και αυτόν τον διοχέτευσε στη μουσική του. Εξάλλου, πολλά τραγούδια του βασίστηκαν σε αυτόν τον ανείπωτο πόνο. Η ζωή, όμως, έναν χρόνο μετά τού έφερε τη γυναίκα που θα τον σημαδέψει όσο καμία άλλη, τη Μαρίκα Φιλλιπίδου. Η ηθοποιός και συγγραφέας ήταν η ωραιότερη των Αθηνών και όπως αποδείχτηκε και μία μοιραία γυναίκα…

Ο μεγάλος έρωτας του Αττίκ και ο πατέρας της Μελίνας Μερκούρη

Το ημερολόγιο έδειχνε 1910, όταν ο Αττίκ «παραδίδεται» στον έρωτα. Η Μαρίκα Φιλιππίδου ήταν μία εντυπωσιακή γυναίκα, με γαλανά μάτια, που δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητη. Ο έρωτας τον εμπνέει και για την όμορφη μούσα του γράφει τραγούδια. Αλλά, η μοίρα ήταν εκεί και «φρόντιζε» να του υπενθυμίζει το σκληρό της πρόσωπο.

Το 1911, η οικογένεια του οδηγείται σε οικονομική καταστροφή κι επιστρέφει από το Παρίσι μόνιμα στην Αθήνα, όπου ο Αττίκ ρίχνει πλέον όλο του το βάρος στη μουσική, μιας και αποτελεί τη μοναδική πηγή εσόδων. Το 1914, είναι για εκείνον η χειρότερη χρονιά. Η αδελφή του Νόρα αρρωσταίνει βαριά και λίγο αργότερα φεύγει από τη ζωή. Η νέα απώλεια τον τσακίζει, όμως, το τελειωτικό χτύπημα έρχεται από τη γυναίκα της ζωής του.

Η Μαρίκα Φιλιππίδου τον εγκαταλείπει και ετούτος ο ζωντανός θάνατος τον γονατίζει. Τη Μαρίκα την αγαπούσε και για χάρη της γράφει το υπέροχο «Είδα μάτια». Λίγα χρόνια  αργότερα, η δεύτερη σύζυγός του ερωτεύεται τον παντρεμένο ίλαρχο, Σταμάτη Μερκούρη, τον πατέρα της Μελίνας. Ο έρωτας τους είναι κεραυνοβόλος και οι δυο τους δεν αργούν να γίνουν ένα παράνομο ζευγάρι.

Ο Σταμάτης Μερκούρης παραδίνεται στη δίνη αυτού του έρωτα, αδιαφορώντας για το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει. Μα το χειρότερο, αδιαφόρησε για την οικογένειά του. Ήταν τόσο ερωτευμένος με την πανέμορφη Μαρίκα, που εγκατέλειψε τη σύζυγό του Ειρήνη Λάππα ενώ εκείνη ήταν έγκυος στο γιο τους, Σπύρο με τη Μελίνα να ήταν μόλις 6 χρόνων. Το ημερολόγιο έδειχνε 1926.

Ο παππούς της Μελίνας και δήμαρχος Αθηναίων, Σπύρος Μερκούρης εξοργίζεται με το γιο του. απαγορευόταν, ακόμη και το όνομά του να αναφέρεται στο σπίτι. Αν και η μητέρα του, Αμαλία φρόντισε να τον επισκέπτεται κρυφά. Μάλιστα, τον έρωτα του πατέρα της με τη Φιλιππίδου, τον είχε περιγράψει και η ίδια η Μερκούρη στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα».

Ο Μερκούρης και η πανέμορφη ηθοποιός (η Μελίνα είχε πει για εκείνη πως είχε τα ωραιότερα μάτια της Αθήνας, μετά από την ίδια) παντρεύονται και εννοείται πως το σκάνδαλο καλά κρατεί και εξακολουθεί να είναι αγαπημένο θέμα στα κοσμικά σαλόνια.

Το τραγούδι που γράφτηκε μέσα σε 10 λεπτά

Το 1930 ο Αττίκ ιδρύει τη θρυλική «Μάντρα», που για τον ίδιο δεν αποτελεί απλά έναν χώρο διασκέδασης. Ήταν η ίδια του η ταυτότητα, μία κατάθεση ψυχής, καθώς ήθελε μέσα από αυτήν να εντάξει τη δική του αντίληψη για το τραγούδι. Εκεί, στη «Μάντρα» θα γραφτεί κι ένα από τα ωραιρότερα τραγούδια του.

Αν και είχαν περάσει τα χρόνια και ο ίδιος είχε παντρευτεί ξανά, τη Μαρίκα δεν την είχε ξεπεράσει εντελώς. Ένα βράδυ εκείνη έπεισε τον σύζυγό της τον Μερκούρη να πάνε στη «Μάντρα», παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις. Το ζευγάρι κάθεται στις πρώτες θέσεις, με τον κόσμο δίπλα να φωνάζει το τραγούδι «Είδα μάτια», που ήταν γνωστό σε όλους ότι είχε γραφτεί για εκείνη.

Λέγεται, λοιπόν, πως ο Αττίκ ακούγοντας τις φωνές του κόσμου και βλέποντας τον μεγάλο του έρωτα από κάτω με έναν άλλον, αποχωρεί βουρκωμένος από τη σκηνή. Αποσύρεται στο καμαρίνι του, με το κοινό να παρακολουθεί αμήχανο τη σκηνή. Κανείς δε φεύγει από τη θέση του. Μένει εκεί για να δει τι θα ακολουθήσει…

Ο Αττίκ παραμένει στο καμαρίνι του για 10 λεπτά κι επιστρέφοντας στη σκηνή ερμηνεύει το τραγούδι που εμπνεύστηκε μουσικά και στιχουργικά την ώρα που έλειπε. Ναι, μέσα σε 10 λεπτά ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης «γέννησε» το υπέροχο «Ζητάτε να σας πω», όπου μέσα από τους στίχους του περιέγραφε με τρόπο μοναδικό, όσα ένιωσε το βράδυ εκείνο που αντίκρυσε τη Μαρίκα.

Μάλιστα, λένε, πως τα συγκινητικά λόγια του τραγουδιού έκαναν τη Φιλιππίδου να δακρύσει και να αποχωρήσει από τη «Μάντρα» με τον Μερκούρη.

agrinio24.eu