Τα τελευταία χρόνια οι low budget αεροπορικές κερδίζουν ολοένα και περισσότερο το ταξιδιωτικό κοινό. Η χαμηλή τιμή των εισιτηρίων, μετέτρεψε το μέχρι πρότινος ανέφικτο, για πολλούς, ταξίδι με αεροπλάνο σε προσιτή… πολυτέλεια.

Για να επιτύχουν κάτι τέτοιο «κόβουν» από παντού – από την ποιότητα, από τις υποδομές, από το ανθρώπινο δυναμικό, από τα συστήματα. Η επιλογή «δευτερευόντων» αεροδρομίων με χαμηλότερα τέλη προσγείωσης, το multitasking προσωπικό, οι πολλές και στενές θέσεις για την αύξηση της μέγιστης δυνατής χωρητικότητας επιβατών, η παροχή υπηρεσιών πάντα επί πληρωμή, οι πρόσθετες χρεώσεις ακόμη και για το νερό, είναι κάποια από τα «τρικ» των συγκεκριμένων εταιρειών που καταφέρνουν να επιβιώνουν μέχρι σήμερα.

Είναι αρκετά συνειδητοποιημένο το σημερινό κοινό όταν χρησιμοποιεί τέτοιου είδους εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν να σε μεταφέρουν με ασφάλεια από τον έναν προορισμό στον άλλο και τίποτα παραπάνω;

Ισχύει, ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το «ό,τι πληρώνεις, παίρνεις»; Και αν ναι, ποιο είναι το «τίμημα» που καλούνται να πληρώσουν οι επιβάτες; Είναι αρκετή μία χαμηλή τιμή εισιτηρίου να κρατήσει το κοινό ευχαριστημένο και κατ’ επέκταση και την λειτουργία της αντίστοιχης εταιρείας;

Παίρνουμε το παράδειγμα του «φαινομένου» Ryanair και πως αυτό έχει επηρεάσει τον τρόπο που πετάμε αλλά και την γενικότερη φιλοσοφία μας αναφορικά με τα αεροπορικά ταξίδια. Από την πρώτη κιόλας μέρα που έγινε γνωστή τοις πάσι, έδωσε στον καθένα από εμάς τη δυνατότητα να ταξιδέψει στον αγαπημένο του προορισμό πληρώνοντας ένα πολύ μικρό ποσό, κάποιες φορές μάλιστα χωρίς αυτό να ξεπερνάει τα 10 ευρώ.

Παρόλο, λοιπόν, που οι χαμηλού κόστους αεροπορικές έχουν γίνει «μόδα» τα τελευταία χρόνια, η ιρλανδική εταιρεία με βάση της το Δουβλίνο, έκανε το «ντεμπούτο» της το 1984, από μια ομάδα Ιρλανδών επιχειρηματιών μεταξύ των οποίων και το Tony Rayan (ιδρυτής της εταιρείας χρηματοδοτικής μίσθωσης αεροσκαφών Guinness Peat Aviation), ενώ αντίστοιχης φιλοσοφίας αεροπορικές κάνανε δειλά-δειλά την εμφάνισή τους, ήδη από το 1955, κυρίως στην Αμερική.

Ο Michael O’ Leary

Πρόκειται για την εταιρεία που μεταφέρει τους περισσότερους επιβάτες σε όλη την Ευρώπη -το 2017, μάλιστα, ξεπέρασε το ένα δισεκατομμύριο-, μέσα από ημερήσιες πτήσεις από 86 διαφορετικές βάσεις, συνδέοντας 215 προορισμούς σε 37 χώρες με στόλο 430 αεροσκαφών Boeing 737 και προσωπικό που ξεπερνάει τις 14.500 άτομα.

Ο πραγματικός «ηγέτης», ωστόσο, της Ryanair δεν ήταν άλλος από τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Michael O’ Leary, ο οποίος παρακολουθούσε στενά την φιλοσοφία των αμερικανικών εταιρειών χαμηλού κόστους, στοχεύοντας να λανσάρει ακριβώς την ίδια φιλοσοφία και στην Ευρώπη. Όπως και έκανε το 1990, όταν η εταιρεία έκανε την «επανεκκίνησή» της ως η πρώτη εταιρεία χαμηλού κόστους στην Ευρώπη, όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της.

Το επιχειρηματικό μοντέλο του O’ Leary αντικαθιστά την απώλεια εσόδων από τα φθηνά εισιτήρια με ψώνια κατά την διάρκεια της πτήσης, παιχνίδια τύχης, διαπραγματεύσεις εκπτώσεων με αεροδρόμια για μειωμένες χρεώσεις προσγείωσης κ.α.

Η αλέγρα προσωπικότητα, η δυναμική παρουσία, η αλαζονική συμπεριφορά και η επιρρέπεια σε δηλώσεις για τις οποίες αργότερα ανακαλεί, χαρακτηρίζουν στο έπακρο τον άνθρωπο που οραματίστηκε και έκανε πράξη το «φαινόμενο» Ryanair. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, βρίσκεται πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας καθώς η εταιρεία επιχειρεί μια νέα γενική αναδιάρθρωση, πιο φιλική και προσιτή προς το κοινό.

Όταν το 1992 η Ευρωπαϊκή Ένωση απελευθέρωσε τη βιομηχανία αερομεταφορών, επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές εταιρείες να αυξήσουν σημαντικά τις προγραμματισμένες πτήσεις τους σε όλη την Ευρώπη, η Ryanair άδραξε την ευκαιρία και σε συνδυασμό με τον νέο «σύμμαχό» της, το διαδίκτυο, άρχισε να κυριαρχεί στους αιθέρες.

Τον Ιανουάριο του 2000 η εταιρεία λάνσαρε την ιστοσελίδα κρατήσεών της, καταφέρνοντας μέσα σε τρεις μήνες να έχει περισσότερες από 50.000 κρατήσεις εβδομαδιαίως. Γεγονός που την κατέστησε, ίσως, την μοναδική εταιρεία σε όλη την Ευρώπη για χαμηλού κόστους αεροπορικούς ναύλους.

Επιπλέον, μέσα από το site της άρχισε να δίνει την δυνατότητα στους χρήστες του να επωφεληθούν των χαμηλότερων τιμών για κρατήσεις αυτοκινήτων, ξενοδοχείων, ταξιδιωτικών ασφαλειών, ακόμη και σιδηροδρομικών υπηρεσιών.

Εννέα χρόνια αργότερα κατήργησε τα γραφεία check-in σε κάθε αεροδρόμιο, με όλες τις διαδικασίες της (εκτός από το drop off των αποσκευών) να πραγματοποιούνται πλέον online.

Κάτι που σίγουρα διευκολύνει κατά πολύ τους ταξιδιώτες,  ωστόσο, κρύβει αρκετούς κινδύνους με κρυφές χρεώσεις που μπορεί κάποιος να μην αντιληφθεί και να βρεθεί να πληρώσει μέχρι και 45 ευρώ στην περίπτωση που δεν πρόσεξε ότι η εκτύπωση της κάρτας επιβίβασης είναι απαραίτητη.

Το 2014 η εταιρεία επιχείρησε μία χαλαρότητα στους περίφημους αυστηρούς κανόνες και τα τέλη τύπου «τιμωρία» για τους όχι και τόσο προσεκτικούς πελάτες, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει ακόμη περισσότερο κοινό. Και τα κατάφερε, αν αναλογιστεί κανείς ότι τον Μάιο του 2015 είδε τα κέρδη της να αγγίζουν τα 867 εκατομμύρια ευρώ, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξης του 66%.

Με κάτι τέτοιες στρατηγικές, λοιπόν, η Ryanair έφτασε από 5.000 επιβάτες που μετέφερε το 1985, το 2018 να μεταφέρει 130 εκατομμύρια ταξιδιώτες σε όλη την Ευρώπη. Είναι, ωστόσο, αυτά τα νούμερα αρκετά ώστε να «θαμπώσουν» τους πελάτες και να κρατήσουν την ικανοποίηση από τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε υψηλά επίπεδα;

Στο συγκεκριμένο ερώτημα έρχεται να απαντήσει η έρευνα της βρετανικής ιστοσελίδας Which?, στην οποία για έκτη συνεχόμενη χρονιά η ιρλανδική εταιρεία χαμηλού κόστους βρέθηκε στην πρώτη θέση των χειρότερων.

Οι λόγοι;

Τόσο το κακό φαγητό και οι άβολες θέσεις των αεροσκαφών της, όσο η διαδικασία της επιβίβασης αλλά και το όλο περιβάλλον μέσα στην καμπίνα κατά την διάρκεια της πτήσης.

Αυτό που αξίζει να αναφερθεί αναφορικά με την έρευνα είναι το γεγονός ότι το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν θα επιλέξει ξανά την Ryanair για τα επόμενα ταξίδια του – μια εταιρεία που μεταφέρει τους περισσότερους επιβάτες στην Ευρώπη συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη αεροπορική.

Η στάση της εταιρείας, ίσως, απέναντι στο επιβατικό κοινό και η μη παροχή των εκ των ουκ άνευ υπηρεσιών -πάρτε για παράδειγμα το περιστατικό στις αρχές του 2019 αναφορικά με την πτήση της εταιρείας που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Τιμισοάρα στη Ρουμανία λόγω των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης- ίσως να φταίει για το αυξημένο ποσοστό εκείνων που δε θα ξαναχρησιμοποιήσουν την εταιρεία.

Τι μερίδιο ευθύνης, ωστόσο, βαρύνει και τους επιβάτες; Μήπως χρησιμοποιούν την εταιρεία ως αποδιοπομπαίο τράγο, επειδή θέλουν και την «πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο»; Όταν γνωρίζοντας ότι με το αντίτιμο που πληρώνουν, παίρνουν μόνο την μεταφορά από τη βάση τους στον προορισμό της επιλογής τους και τίποτα άλλο, μήπως γίνονται υπερβολικοί διατηρώντας υψηλές απαιτήσεις;

Καλώς ή κακώς η στρατηγική των low cost αεροπορικών εταιρειών δεν μπορεί να αλλάξει. Άλλωστε αυτή είναι και η φιλοσοφία τους. Αυτό που μπορεί να γίνει, ωστόσο, είναι ο ταξιδιώτης (και κυρίως οι μεγαλύτερες ηλικίες που δεν είναι και τόσο εξοικειωμένες με την τεχνολογία) να ενημερωθεί και έτσι να ζυγίσει και τα πράγματα καλύτερα.

Γιατί στο τέλος-τέλος, πληρώνοντας ένα λίγο ακριβότερο αντίτιμο ναύλου από κάποια μη χαμηλού κόστους εταιρεία, γλιτώσουν κόπο και ταλαιπωρία, δίνοντας, απλώς, το κάτι παραπάνω. Άλλωστε, εναπόκεινται και στις προσωπικές επιλογές του καθενός το τι θέλει και τι μπορεί να κάνει…

 



Πηγή