Μία υπόθεση αποκλειστικά αντρική, η ιστορία των μπαρμπέρικων μας γυρίζει πολύ πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στην εποχή του Μεσαίωνα. Ο ρόλος τους δεν περιοριζόταν μόνο στην περιποίηση του μουστακιού, της γενειάδας και της κόμης των πελατών τους, αλλά είχε και… ιατρικές προεκτάσεις.

Επί Μεσαίωνα, λοιπόν, αλλά και των Νεώτερων Χρόνων της ιστορίας οι κουρείς ήταν στην ουσία και πρακτικοί γιατροί οι οποίοι παρείχαν στους πελάτες τους ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, αφού πρώτα εκπαιδεύονταν μέσω μαθητειών διάρκειας ακόμα και επτά χρόνων.

Μέχρι και το 1540 μ.Χ. οι κουρείς- χειρουργοί συνυπήρχαν ξεχωριστά από τους χειρουργούς- γιατρούς, όποτε και ο βασιλιάς Ερρίκος ο VIII τους ένωσε δημιουργώντας την «Εταιρεία Κουρέων- Χειρουργών». Οι σχέσεις τους δεν ήταν και από τις καλύτερες, μέχρι που το 1745 διαχωρίστηκαν ες αεί.

Οι κουρείς- γιατροί, λοιπόν, εκτός από το να περιποιούνται το μούσι και να κουρεύουν τα μαλλιά των επισκεπτών τους, κάνανε αφαιμάξεις με βδέλλες, κόβανε βεντούζες, διέθεταν τανάλιες για την εξαγωγή δοντιών, μέχρι και εργαλεία για μικροεπεμβάσεις.

Όλα αυτά αποδίδονται στο γεγονός ότι η δυτική εκκλησία δεν επέτρεπε στους μορφωμένους γιατρούς να έρχονται σε επαφή με τον απλό λαό και το αίμα των ασθενών και έτσι οι κουρείς- γιατροί ήταν οι γιατροί του φτωχού λαού.

Η διαφοροποίηση του μπαρμπέρη από τον κουρέα

Η έννοια του σημερινού μπαρμπέρη δεν είναι η ίδια με εκείνη που ίσχυε όταν πρωτοεμφανίστηκε το συγκεκριμένο επάγγελμα. Πιο συγκεκριμένα, ο μπαρμπέρης ήταν ένας από τους βοηθούς του κουρέα (συχνά διέθετε μαθητευόμενους και υπαλλήλους για διάφορες δουλειές) που αναλάμβανε αποκλειστικά το ξύρισμα των πελατών και το κούρεμα των μαλλιών.

Αρμοδιότητες που συνάδουν και με την ρίζα της ονομασίας του η οποία προέρχεται από την γαλλική «barbe», που σημαίνει μούσι. Άξιο αναφοράς και το γεγονός ότι πλήρωνε ένα ποσό, κάτι σαν ενοίκιο, στον κουρέα προκειμένου να χρησιμοποιεί τον χώρο του κουρείου ώστε να παρέχει τις υπηρεσίες του.

Ανάλογα με τις επιδόσεις και τις δεξιότητες του καθενός, μπορούσε να αναλάβει και περισσότερες αρμοδιότητες με το πέρασμα του χρόνου όπως η θεραπεία των τραυμάτων, ο καυτηριασμός των σπυριών, το βγάλσιμο δοντιών κ.α.

Η πρώτη γραπτή αναφορά στο επάγγελμα του μπαρμπέρη γίνεται το 1397 σε ένα έγγραφο στην Κολωνία, ενώ οι πρώτοι επαγγελματικοί σύνδεσμοι παρουσιάζονται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.

Η εξειδίκευση και η αυτονομία τους

Με το πέρασμα των χρόνων, οι μπαρμπέρηδες άρχισαν να διατηρούν πελάτες και εκτός κουρείου, ενώ σιγά σιγά επεδίωκαν και την πλήρη αυτονομία τους ανταγωνιζόμενοι τους κουρείς. Αυτό άρχισε να παρατηρείται κυρίως κατά τον 16ο αιώνα και εξαιτίας της φθίνουσας πορείας, και εντέλει της παρακμής, των δημόσιων λουτρών (οι τότε κουρείς διατηρούσαν τα λεγόμενα δημόσια λουτρά για την παροχή των υπηρεσιών τους).

Δειλά δειλά στις υπηρεσίες τους πρόσθεταν θεραπείες για τρυπήματα, κοψίματα και κατάγματα, υπηρεσίες που τους προσέδιδαν επιπλέον χρήματα, ενώ μέχρι και τον 18ο αιώνα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν ακόμη και ακρωτηριασμούς.

Με την ανάπτυξη του ιατρικού επαγγέλματος από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, οι μπαρμπέρηδες αρχίζουν να εξειδικεύονται στο ξύρισμα και το κούρεμα και να παρέχουν μόνο τις συγκεκριμένες υπηρεσίες.

Τα κουρεία βιώνουν τη «χρυσή εποχή» τους την περίοδο 1880-1940 με τη δημοφιλία τους να συναγωνίζεται εκείνη των περίφημων saloons.

Τα κουρεία στην Ελλάδα

Αναφορές στην Ελλάδα σχετικές με τα κουρεία γίνονται, ήδη, από την εποχή του Ομήρου ο οποίος αναφέρει ότι τα κουρεία είναι κινητά, «οργανώνονται» στην ύπαιθρο και ο κουρέας διαθέτει μόνο ένα ξυράφι και ένα ψαλίδι.

Με την πάροδο των χρόνων και την εξέλιξη του πολιτισμού οι κουρείς βρίσκουν κτήρια για να στεγάσουν τις υπηρεσίες τους, οι οποίες εμπλουτίζονται με την περιποίηση της κόμης, τη χρήσης της βαφής και της περούκας.

Πεντακάθαρα και ευπρεπή τα κουρεία μετατρέπονται σε σημείο συνάντησης για το αντρικό κοινό, όπου, σύμφωνα με τον Θεόφραστο, πραγματοποιούνται άοινα (χωρίς κρασί) συμπόσια.

Εδώ έρχονται οι άντρες για να μάθουν τα νέα της ημέρας και να κουβεντιάσουν με τους φίλους τους, ενώ καθιερώνουν την επίσκεψή τους σε αυτά, αν όχι σε καθημερινή, σίγουρα σε εβδομαδιαία συνήθεια.

Έτσι, ο μπαρμπέρης γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτούς ενώ λειτουργεί και ως ο προσωπικός τους ψυχολόγος, καθώς οι «ιστορίες της καρέκλας» αναφέρονται σε κάθε λογής τομέα: από την πολιτική (σε περίοδο εκλογών, μάλιστα, ο μπαρμπέρης ήξερε στο περίπου τι ποσοστό θα έπαιρνε το κάθε κόμμα) και τα αθλητικά μέχρι τα προσωπικά και οτιδήποτε άλλο συζητούν οι άντρες μεταξύ τους.

Ακόμη, η μουσική ήταν ο αδιαπραγμάτευτος «σύντροφος» των στιγμών σε ένα μπαρμπέρικο στην Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά, μάλιστα, όλο και κάπου θα είχαν κάποια κιθάρα ή ένα μπουζούκι. Μάλιστα, οι περισσότεροι από τους κουρείς ήξεραν και μουσική. Σημειώστε, δε, ότι ο πατέρας του Γιώργου Ζαμπέτα ήταν κουρέας.

Η σύγχρονη εκδοχή του μπαρμπέρικου

Μπορεί ο «μπαρμπέρης» ως έννοια να ηχεί στα αυτιά μας ως κάτι από τα παλιά, όμως ο «μοντέρνος μπαρμπέρης» είναι μια πραγματικότητα και –δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε– ανάγκη. Ο σύγχρονος Έλληνας –κι όχι μόνο– τον αποζητά, κάνει crash test στα barber shops της πόλης και εν τέλει καταλήγει σε μια μοντέρνα εκδοχή του παλιού καλού μπαρμπέρη, που τον περιποιείται και τον κάνει να νιώθει όμορφα.

Tα barber shops λοιπόν έχουν αποδείξει πως δεν είναι ένα ακόμα trend, αλλά μια εξελισσόμενη ανάγκη που έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Τα περισσότερα από αυτά εμπνέονται ως προς την διακόσμηση από αντίστοιχους χώρους σε Λονδίνο και Αμερική, ενώ χαρακτηρίζονται για την old school ατμόσφαιρα και την vintage διάθεσή τους.

Οι υπηρεσίες τους βασίζονται στην εξειδίκευση του προσωπικού, ενώ σε αυτές συγκαταλέγονται ακόμη και άτυπα bachelor parties μελλοντικών γαμπρών.



Πηγή