Λίγοι άνθρωποι μπορούν να πουν ότι η ιστορία ήταν το αγαπημένο τους μάθημα στο σχολείο. Και μάλλον είναι λογικό, όταν η διδασκαλία της ιστορίας αναλώνεται σε παπαγαλίες ημερομηνιών και ονομάτων. Κάπως έτσι, μόνο μεγαλώνοντας εκτιμάμε την αξία της ιστορίας και ανακαλύπτουμε ξανά όλα αυτά που δήθεν είχαμε διδαχθεί ως μαθητές, αλλά ποτέ δε μάθαμε.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου, για παράδειγμα, είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, και ίσως αυτό που καθόρισε περισσότερο από κάθε άλλο γεγονός την τύχη της ίδιας της επανάστασης. Όμως τι θυμόμαστε από το σχολείο γι’ αυτήν; Το πολύ-πολύ να θυμόμαστε τη χρονιά που διεξήχθη, το 1827.
Ας δούμε λοιπόν, απαλλαγμένοι από το άγχος της παπαγαλίας τι ακριβώς συνέβη στο Ναυαρίνο και γιατί είναι τόσο σημαντικό για την ελληνική (και όχι μόνο) ιστορία.
Το έντονο παρασκήνιο
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1827. Η Ελληνική Επανάσταση μετρά ήδη έξι χρόνια και βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις έχουν συρρικνωθεί επικίνδυνα, μετά την επέλαση του Ιμπραήμ στη δυτική Πελοπόννησο. Οι Έλληνες στρατιώτες δεν ξεπερνούν τους 5.000, την ίδια ώρα που οι Οθωμανοί έχουν 25.000 στρατιώτες στη Στερεά Ελλάδα, ενώ ο Ιμπραήμ έχει μαζί του άλλους 15.000 Αιγύπτιους στρατιώτες στην Πελοπόννησο. Τα πράγματα δείχνουν πολύ δύσκολα για τους Έλληνες, που πολεμούν σκληρά για να κρατήσουν την ανατολική Πελοπόννησο, κόντρα στην εντολή του σουλτάνου για ολοκληρωτική καταστολή της επανάστασης.
Εν τω μεταξύ, όμως, οι διεθνείς διπλωματικές ισορροπίες έχουν αλλάξει. Μέχρι το 1826 η βρετανική και η αυστριακή διπλωματία κινούνταν προς την κατεύθυνση της μη παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, προκειμένου να αποφευχθεί η ρωσική στρατιωτική παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πίστευαν πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα κατάφερνε να καταπνίξει την επανάσταση. Όμως οι Έλληνες αντιστέκονταν σθεναρά. Όταν από το 1825 και μετά, με την έλευση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει προς το μέρος των Οθωμανών, ήταν πια αργά.
Κι αυτό γιατί τον Δεκέμβριο του 1825 ο Τσάρος Αλέξανδρος πέθανε και τον διαδέχθηκε ο νεότερος αδελφός του, Τσάρος Νικόλαος Α’, που ήταν πιο τολμηρός και πιο εθνικιστής από τον προκάτοχό του, προκαλώντας ανησυχία στην Αγγλία και τη Γαλλία, που τότε άλλαξαν στάση και αποφάσισαν να συνεργαστούν με τη Ρωσία. Τον Ιούλιο του 1827 υπεγράφη η συνθήκη του Λονδίνου, με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις καλούσαν τις δύο πλευρές σε ανακωχή και προσέφεραν διαμεσολάβηση στις διαπραγματεύσεις για τον τελικό συμβιβασμό μεταξύ τους. Και πάλι, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήθελαν ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, οραματίζονταν μία Ελλάδα υποταγμένη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά με έναν αυξημένο βαθμό αυτονομίας. Μία κρυφή ρήτρα της συνθήκης προέβλεπε πως αν μία από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές δεν αποδεχόταν την ανακωχή εντός ενός μήνα, οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις θα έστελναν από έναν εκπρόσωπό τους στο Ναύπλιο, αναγνωρίζοντας έτσι για πρώτη φορά de facto την ελληνική κυβέρνηση. Η Ελλάδα αποδέχθηκε τη συμφωνία, όμως η Οθωμανική Αυτοκρατορία την απέρριψε. Ο Άγγλος αντιναύαρχος Σερ Έντουαρντ Κόντρινγκτον, ένας φιλέλληνας που στην Αγγλία ήταν λαϊκός ήρωας λόγω του ρόλου του στη Μάχη του Τραφάλγκαρ, ανέλαβε να πείσει τους Οθωμανούς να υποχωρήσουν. Η εντολή που είχε ήταν να λάβει «όλα τα απαραίτητα μέτρα δεδομένων των συνθηκών» (άρα ενδεχομένως και στρατιωτική δράση) προκειμένου να επιβληθεί η Συνθήκη του Λονδίνου. Ο Κόντρινγκτον έλαβε προφορικές διαβεβαιώσεις από την πλευρά των Οθωμανών ότι θα παύσουν τις επιθετικές επιχειρήσεις τους σε στεριά και θάλασσα, όμως τα επεισόδια στον ελλαδικό χώρο συνεχίστηκαν. Τον Οκτώβριο του 1827 οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων (ο αντιναύαρχος Κόδριγκτον από την Αγγλία, ο υποναύαρχος Δεριγνύ από τη Γαλλία και ο υποναύαρχος Χέιδεν από τη Ρωσία) έκριναν πως η πλευρά των Οθωμανών δεν τηρούσε τα συμφωνηθέντα.
Η ναυμαχία του Ναυαρίνου
Στις 8 Οκτωβρίου του 1847 (20 Οκτωβρίου με το νέο ημερολόγιο) ο συμμαχικός στόλος άρχισε να παίρνει θέσεις μάχης στο Ναυαρίνο. Οι Οθωμανοί και οι Αιγύπτιοι που είχαν συγκεντρώσει ναυτικές δυνάμεις στο σημείο δεν απέτρεψαν τα αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά πλοία να εισέλθουν από την Πύλο, όμως έστειλαν μήνυμα στον Κόντρινγκτον, ως επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων, ότι δεν είχε δοθεί άδεια για να εισέλθουν στα πλοία. Ο Κόντρινγκτον απάντησε πως δε βρισκόταν εκεί για να λάβει εντολές, αλλά για να δώσει εντολές και προειδοποίησε πως αν οι Οθωμανοί άνοιγαν πυρ πρώτοι, ο στόλος τους θα καταστρεφόταν. Πράγματι, ένα αιγυπτιακό πυρπολικό επιτέθηκε πρώτο σε βρετανική λέμβο, σκοτώνοντας έναν αξιωματικό, και σε εκείνο το σημείο ξεκίνησε η ιστορική ναυμαχία.
O τουρκοαιγυπτιακός στόλος, πιστεύοντας πως είχε πλεονέκτημα έναντι των συμμαχικών δυνάμεων, λόγω της αριθμητικής του υπεροχής και της υποστήριξης από τα πυροβόλα των γύρω φρουρίων, επιτέθηκε πριν καν οι συμμαχικές δυνάμεις προλάβουν να λάβουν τις τελικές τους θέσεις στην παράταξη. Αυτό όμως εν τέλει εξελίχθηκε σε πλεονέκτημα για τα συμμαχικά πλοία, καθώς ορισμένα εξ αυτών δεν είχαν προλάβει να αγκυροβολήσουν και άρα μπορούσαν να ελιχθούν με μεγαλύτερη ευχέρεια.
Αν και δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν τα πλοία που συμμετείχαν στη ναυμαχία, η επικρατέστερη εκδοχή θέλει τις συμμαχικές δυνάμεις να πολεμούν με 10 φρεγάτες, δύο μικρότερα πολεμικά πλοία και δέκα υποστηρικτικά πλοία, ενώ τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο με 17 φρεγάτες, περίπου 58 μικρότερα πολεμικά πλοία και τουλάχιστον 5 πυρπολικά. Τα συμμαχικά πλοία είχαν συνολικά 1.258 κανόνια, ενώ τα τουρκοαιγυπτιακά είχαν 2.180 κανόνια. Επομένως, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ήταν μεγαλύτερος σε μέγεθος. Όμως υστερούσε σε τρεις κρίσιμους τομείς: στην ποιότητα κατασκευής των πλοίων του, το βεληνεκές των κανονιών και την τεχνογνωσία των ναυτικών. Και αυτά τα πλεονεκτήματα των συμμαχικών δυνάμεων αποδείχθηκαν ζωτικής σημασίας, καθώς ήταν τελικά αυτά που τους έδωσαν μία καθοριστική νίκη.
Μέχρι το απόγευμα της ίδιας μέρας, σχεδόν ολόκληρος ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος είχε καταστραφεί. Σύμφωνα με τους Οθωμανούς, περίπου 3.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 1.100 τραυματίστηκαν, ενώ αντίθετα για τους συμμάχους οι απώλειες ήταν πολύ μικρότερες: 181 νεκροί και 480 τραυματίες.
Καθώς τα νέα για τη μεγάλη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων διαδίδονταν στην Πελοπόννησο, οι καμπάνες των εκκλησιών στα χωριά άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα και οι εορτασμοί κράτησαν για μέρες. Ήταν πια φανερό πως η Ελληνική Επανάσταση όχι μόνο είχε σωθεί, αλλά είχε αναπτύξει και μία εντελώς νέα δυναμική.
Μετά τη ναυμαχία
Φυσικά, τίποτα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι Οθωμανοί είχαν ακόμα περίπου 40.000 στρατιώτες στην κεντρική και νότια Ελλάδα και δεν είχαν καμία διάθεση να υποχωρήσουν και να δεχθούν τη Συνθήκη του Λονδίνου. Όμως σε εκείνο το σημείο ήταν κρίσιμη η παρέμβαση της Ρωσίας, που τον Απρίλιο του 1828 κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταφέρνοντας τεράστια πλήγματα στις βόρειες κτήσεις των Οθωμανών. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ιμπραήμ αποχώρησε από την Πελοπόννησο, που απελευθερώθηκε με τη βοήθεια των Γάλλων, και μέχρι το 1829 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν απελευθερώσει και την κεντρική Ελλάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1829 ο ρωσικός στρατός έφτασε περίπου 65 χιλιόμετρα μακριά από το παλάτι του Σουλτάνου, ο οποίος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να αποδεχθεί τη μακρά λίστα των ρωσικών απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων ήταν και η αποδοχή της αυτονομίας της Ελλάδας. Όμως πλέον οι Έλληνες, με αναπτερωμένο ηθικό μετά τις στρατιωτικές τους νίκες και τις καταστροφές των Οθωμανών, αρνήθηκαν να συμβιβαστούν με οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους.
Εν τέλει, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, οι Σύμμαχοι υποχώρησαν από την πάγια θέση τους και αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίστηκε επίσημα και από τον Σουλτάνο.
Με λίγα λόγια, εξαιτίας της έκβασης της ναυμαχίας του Ναυαρίνου ανατράπηκε η ισορροπία δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο και άλλαξε ο ρους της ιστορίας, επιτρέποντας τελικά στους Έλληνες να απελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν των άλλων, η ναυμαχία του Ναβαρίνου είναι ιστορική και για έναν ακόμα λόγο: Ήταν η τελευταία σημαντική ναυμαχία στην ιστορία που διεξήχθη εξ ολοκλήρου με ιστιοφόρα σκάφη.