«Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια, θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια», είναι τα λόγια με τα οποία ξεκινάει ο «Μπαγάσας», το πιθανότατα πιο γνωστό τραγούδι του Νικόλα Άσιμου, ο οποίος πριν από 30 χρόνια αποφάσισε να κάνει πράξη το «να ξαναγίνω καβαλάρης και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ», βάζοντας τέλος στην ίδια του τη ζωή. Φάνηκε ότι δεν άντεξε μια κατηγορία που τον κυνηγούσε το τελευταίο διάστημα της ζωής του, ότι βίασε μια νεαρή κοπέλα, κάτι που είχε βαρύτατες συνέπειες στη ψυχοσωματική του κατάσταση…
Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 20 Αυγούστου του 1949, αλλά μεγάλωσε στην Κοζάνη. Ο πατέρας του, Λάζαρος Ασημόπουλος, ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος γενικού εμπορίου στο κέντρο της πόλης και η μητέρα του, Μαρίκα -προσφυγικής καταγωγής, ασχολούταν με τα οικιακά. Ο Νίκος Ασημόπουλος, ήταν μέτριος μαθητής, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό: στίβο και ποδόσφαιρο συγκεκριμένα, επιλογές ιδανικές για την ψιλόλιγνη σωματοδομή του. Οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι «Βίντος», ενώ ως αθλητής του άλματος εις ύψος κατέλαβε την τρίτη θέση στους Διασχολικούς Αγώνες Στίβου Δυτικής Μακεδονίας. Εκεί έβγαλε το αντιδραστικό του πνεύμα, καθώς αρνήθηκε κατά την απονομή να τοποθετήσει στη φανέλα του τα γράμματα «Λ.Α.Κ.» («Λύκειο Αρρένων Κοζάνης»).
Αν και έδειχνε ότι με τα γράμματα δεν θα τα πάει καλά, εντούτοις αγάπησε την ποίηση και πιο συγκεκριμένα τις δημιουργίες του Γεωργίου Σουρή. Ανέπτυξε πτυχή του ταλέντου του, σκαρφιζόμενος σατιρικούς στίχους πάνω σε μελωδίες ξένων επιτυχιών της εποχής, με τους οποίους διασκέδαζε τους συμμαθητές του. Ένα από αυτά τα τραγούδια ήταν το «Monsieur Cannibale», που έκανε διάσημο τον Σάσα Ντιστέλ. Μάλιστα, έστειλε το συγκεκριμένο στιχούργημα σε μια στήλη για τη νεολαία που διατηρούσε στην εφημερίδα «Ελεύθερος Κόσμος» ο Νίκος Μαστοράκης. Εκεί ήταν που ο ήρωας της ιστορίας μας χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος, αλλά υπέγραψε ως Νίκος και όχι ως Νικόλας.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια…
Το 1967 πέρασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου, όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του και με το θέατρο. Παράλληλα, παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 εμφανίστηκε στο κοινό για πρώτη φορά ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ, στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ.
Εκεί ήταν που κατάλαβε για πρώτη φορά ότι οι συνεργασίες στη ζωή του θα είναι δύσκολες. Έτσι, τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και μετακόμισε στην Αθήνα. Η μουσική άρχισε να μπαίνει όλο και πιο έντονα στη ζωή του, όμως το θεατρικό στοιχείο δεν το εγκατέλειπε, καθώς το πρόσθετε πάντα στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας, που ήταν το «must» της εποχής, συνεργάστηκε -μεταξύ άλλων- με καλλιτέχνες όπως ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Πάνος Τζαβέλας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, ο Δημήτρης Τραντάλης και άλλοι…
Έναν χρόνο μετά κατέγραψε την πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία, με έναν δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά). Τις δημιουργίες του μπορούσε κανείς να τις βρει στα δισκοπωλεία, αλλά στα ραδιόφωνα δεν έπαιζαν πουθενά, λόγω λογοκρισίας…
Με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν…
Μετά το ντεμπούτο του στη δισκογραφία, μπήκε στα… βαθιά σε ακόμη έναν τομέα της ζωής του, αυτόν του πατέρα. Ήταν 28 Μαΐου του 1976, όταν έρχεται στον κόσμο η κορούλα του, Νιουνιού, καρπός της εκτός γάμου σχέσης του με την αναρχοφεμινίστρια Λίλιαν Χαριτάκη. Τα προβλήματα του Άσημου πολλά… Ήταν χωρίς δουλειά, σε άθλια οικονομική κατάσταση και υπό συνθήκες πείνας προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Σε αυτό το διάστημα είχε μια μεγάλη παρηγοριά: την κιθάρα του.
Δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1977, λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές της 20ης Νοεμβρίου, προφυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας, μαζί με πέντε εκδότες πολιτικών εντύπων, γιατί παρουσιάστηκαν από την Αστυνομία ως «ηθικοί αυτουργοί» ταραχών που ξέσπασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αντιγερμανικών διαδηλώσεων. Οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις έγιναν με αφορμή τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός», της γνωστής και ως «RAF», στα διαβόητα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ. Στο δίμηνο της κράτησής του ήρθε αντιμέτωπος με τους συγκρατούμενούς του για πολιτικούς λόγους, ενώ βγαίνοντας από τις φυλακές, φέρεται να… απείλησε: «Θα ξανάρθω!».
Για τον χαμένο μου αγώνα…
Προκειμένου να βιοποριστεί, επέστρεψε στην πώληση περιοδικών, ενώ οι πολιτικές του παρεμβάσεις ήταν όλο και πιο έντονες. Μάλιστα, με αφορμή τη σύλληψη του Φίλιππα και της Σοφίας Κυρίτση, με την κόρη του αγκαλιά, έκανε «ντου» στα ανακριτικά γραφεία με ένα πλαστικό πιστόλι, προκαλώντας πανικό. Το τραγούδι «Είμαστε Τρομοκράτες» αποτυπώνει αυτήν την εποχή ταραχής…
Την άνοιξη του 1978 κλήθηκε να παρουσιαστεί στην Πολεμική Αεροπορία, στην Τρίπολη. Επιστρατεύοντας θεατρικά κοστούμια και ό,τι άλλο βρήκε, πουλούσε τρέλα σε όποιον έβρισκε μπροστά του. Τελικά, πήρε απαλλαγή, προσποιούμενος τον ψυχοπαθή, καθώς κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι έπασχε από σχιζοειδή ψύχωση. Όπως περιέγραψε στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, η οποία τυπώθηκε και διακινήθηκε από το χέρι του, υιοθέτησε αυτήν τη συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος στη στράτευση.
Από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους έως τον Μάρτιο του 1987, ο Άσιμος κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες, με τις περισσότερες από τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών του να είναι πρόχειρες και -κατ’ επέκταση- χωρίς την ανάλογη ποιότητα. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, παίρνοντας στη σειρά καταστήματα, νυχτερινά μαγαζιά και μπαρ, ή στα μαγαζόσπιτα που ζούσε κατά καιρούς ως άλλος Διογένης, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα του Άσιμου». Εκεί έμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.
Τον Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε τον μοναδικό του δίσκο 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε με τίτλο «Ο Ξαναπές». Σε αυτόν συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αθηναϊκή Κομπανία, το όνομα της οποίας δεν γράφτηκε στο εξώφυλλο, διότι θεωρήθηκε πολύ «εμπορική». Παράλληλα, έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στους δρόμους της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» στη δεκαετία του ’70 και «Βόλτα» στη δεκαετία του ’80. Επιπλέον, έκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες και δημιούργησε δύο συγκροτήματα, την «Exarchia Square Band» και τους «Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες». Τέλος, τον Απρίλιο του 1987, περίπου έναν χρόνο πριν την αυτοκτονία του, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του.
Τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν…
Αυτό που είχε προσποιηθεί πριν από τρία χρόνια, έμελλε να μετατραπεί σε σκληρή αλήθεια για εκείνον. Από το 1981 ξεκίνησε η σχέση του με τα ψυχιατρεία, στα οποία νοσηλεύτηκε αρκετές φορές. Κατά τη διάρκεια ενός από τα γνωστά του happenings, η Αστυνομία τον συνέλαβε μαζί με τους Γιώργο Γαβαλά και Νίκο Σαββίδη. Ο τελευταίος με τον Άσιμο οδηγήθηκαν στο Δαφνί, στο οποίο ο Νικόλας κρατήθηκε για μερικές ημέρες. Για την απελευθέρωσή του κινητοποιήθηκε πολύς κόσμος. Ήταν ο πρώτος από μια σειρά εγκλεισμούς, των οποίων ο φόβος θα τον συνόδευε μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα είχε καταγράψει πλήρως περιγραφικά και σε ένα από τα βιβλία του…
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε μεταφυσικές ανησυχίες και απέκτησε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα, Κάρλος Καστανιέδα. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, πίστεψε ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και έκανε «πειράματα αθανασίας» σε άτυχα κατοικίδια ζώα, τα οποία μετά προσπαθούσε να… αναστήσει. Μπαίνοντας ο χειμώνας του 1987, η ψυχική και σωματική του υγεία χειροτέρευσαν. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε η σκληρότητά του στα πειράματα αθανασίας που δοκίμαζε. Στα χειρόγραφα της αυτοκτονίας του ζήτησε συγγνώμη από τα ζωάκια για όσα είχε κάνει, ενώ γινόταν όλο και πιο επιθετικός προς τους ανθρώπους.
Πώς να ξεφύγω από τη μοίρα…
Η Σωτηρία Λεονάρδου, στην εκπομπή «Πρωταγωνιστές» για τους «Αγίους των Εξαρχείων», τον Νικόλα Άσιμο, την Κατερίνα Γώγου και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, περιγράφει τον πρώτο ως μισογύνη. «Παρόλο που όλες τις γυναίκες τις έλεγε κότες, εμένα με προβίβασε σε μωρό παρθένα», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Ένα βράδυ Σαββάτου, στις 7 Ιουνίου 1987, στο διαμέρισμα της Ζαΐμη 56, έγινε ένα σκηνικό που οδήγησε στη σύλληψη και στην προφυλάκισή του, με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα. Επίσης, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση.
Παρέμεινε για ένα διάστημα στον Κορυδαλλό και αποφυλακίστηκε αργότερα με χρηματική εγγύηση που κατέβαλε η οικογένειά του. Παρόλο που βγήκε από το κελί, το πλήγμα που είχε υποστεί ήταν τεράστιο, καθώς βυθίστηκε στη σχιζοφρένεια. «Όταν βγήκε από τη φυλακή, που του είχαν κουρέψει τα μαλλιά και το μούσι του, βάρεσε κόκκινο η τρέλα του», τόνισε η Λεονάρδου, που επισήμανε ότι δεν τον ξαναείδε έκτοτε…
Κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ…
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους οδηγήθηκε ξανά σε ψυχιατρική κλινική. Βγαίνοντας από εκεί, ήρθε αντιμέτωπος με την παραπομπή του σε δίκη για βιασμό, με ένα βούλευμα 22 σελίδων. Όλα αυτά ήταν πολύ βαριά για να τα αντέξει. Έτσι, τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988 έδωσε τέλος στη ζωή του, πριν δικαστεί. Πριν προχωρήσει στο απονενοημένο, τηλεφώνησε στον φίλο του, Νίκο Ζερβό. Ο δημοφιλής σκηνοθέτης και παραγωγός, περιέγραψε στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» την τελευταία τους επικοινωνία: «Μου είπε: «Ζερβέ, η κατάρα του Τουταγχαμόν έχει πέσει επάνω μας». Και εγώ του είπα: «Άσε μας ρε Νικόλα να κοιμηθώ», γιατί με πήρε τηλέφωνο στις 03:00». Κρεμάστηκε από σωλήνα ύδρευσης στον «Χώρο Προετοιμασίας» όπως αποκαλούσε το τελευταίο μαγαζόσπιτό του στην οδό Καλλιδρομίου 55 στα Εξάρχεια. Ήταν μόλις 38 ετών…
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας, επί αθηναϊκού εδάφους και παρουσία 200 περίπου ατόμων, γίνεται η κηδεία του σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα. Από ένα κασετόφωνο έπαιζε «Ο Μηχανισμός», ενώ στο μνήμα παρέμειναν μέχρι να σκοτεινιάσει λίγοι φίλοι του, οι οποίοι του είπαν το τελευταίο αντίο με τον τρόπο που ίσως και εκείνος να ήθελε: με κιθάρες και τραγουδώντας. Η δίκη για την υπόθεση δεν προχώρησε ποτέ, λόγω της αυτοκτονίας του…