Η χαμηλή ερωτική επιθυμία (λίμπιντο) είναι το πιο συχνό σεξουαλικό πρόβλημα στις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι την εκδηλώνει ποσοστό 8-19% των γυναικών, με το υψηλότερο να παρατηρείται μετά την εμμηνόπαυση.
Η χαμηλή ερωτική επιθυμία (λίμπιντο) είναι το πιο συχνό σεξουαλικό πρόβλημα στις γυναίκες. Είναι πιο συνηθισμένη στις νέες μητέρες, στις γυναίκες που έχουν μπει στην εμμηνόπαυση και σε όσες παλεύουν να συνδυάσουν δουλειά, σπίτι και παιδιά. Ωστόσο μπορεί να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή, σε οποιαδήποτε γυναίκα.
Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες σε Ευρώπη και Αμερική, μία στις δέκα γυναίκες έχουν μειωμένη λίμπιντο. Ειδικά μετά την εμμηνόπαυση, όμως, το ποσοστό αυτό φθάνει έως και το 19%.
«Μερικές φορές η γυναίκα δεν έχει απλώς όρεξη για σεξ και αυτό είναι φυσιολογικό», λέει η γυναικολόγος Dr Linda Bradley, αντιπρόεδρος του Τομέα Μαιευτικής-Γυναικολογίας στην Cleveland Clinic, στο Οχάιο. «Ωστόσο η μειωμένη λίμπιντο μπορεί και να οφείλεται σε παράγοντες όπως η κόπωση, το στρες και τα προβλήματα στη σχέση».
Υπάρχουν επίσης πολλοί εξωγενείς παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στη μειωμένη λίμπιντο. Μήπως παίρνετε ορμόνες ή αντικαταθλιπτικά φάρμακα; Πόσο αλκοόλ καταναλώνετε; Μήπως διαγνωσθήκατε με μία νέα νόσο; Υπάρχουν ενδείξεις κακοποίησης στη σχέση σας; Έχετε οικονομικά προβλήματα; Προβλήματα με τα παιδιά ή την οικογένεια; Μήπως είναι απλώς το υπνοδωμάτιό σας… κέντρο διερχομένων, οπότε μοιραία δεν υπάρχουν ευκαιρίες για σεξ;
«Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την λίμπιντο», λέει η Dr Bradley. «Βέβαια πολλά από αυτά είναι θέματα τα οποία οι γυναίκες συχνά διστάζουν να συζητήσουν με τον γιατρό τους. Ωστόσο είναι σημαντικό να γίνει αυτή η συζήτηση, προκειμένου να βρεθεί η αιτία της μειωμένης ερωτικής επιθυμίας».
Αντιμετώπιση αναλόγως με την αιτία
Εάν η μειωμένη λίμπιντό της έχει οργανικά/βιολογικά αίτια, η ερωτική επιθυμία ίσως μπορεί να βελτιωθεί με την ενδεδειγμένη αγωγή. Τέτοια αίτια είναι, παραδείγματος χάριν:
- Τα σεξουαλικά προβλήματα, όπως ο πόνος στη διάρκεια του σεξ (δυσπαρευνία)
- Παθήσεις, όπως η αρθρίτιδα, ο διαβήτης, η υπέρταση κ.λπ.
- Η λήψη ορισμένων φαρμάκων. Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν την ερωτική επιθυμία είναι ορισμένα αντικαταθλιπτικά, αντιυπερτασικά, ορμονούχα κ.λπ.
- Η έντονη κόπωση από οποιαδήποτε αιτία
- Οι ορμονικές διακυμάνσεις (π.χ. κατά την εμμηνόπαυση, τον θηλασμό κ.λπ.)
Εάν συνυπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες του τρόπου ζωής (π.χ. υπερκατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα), η γυναίκα θα πρέπει να τους διαχειριστεί και αυτούς.
Εάν αποκλειστούν τα πιθανά οργανικά αίτια, ο γιατρός θα εξετάσει και τα τυχόν ψυχολογικά. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το άγχος, η κατάθλιψη, το στρες, η φτωχή εικόνα σώματος και το ιστορικό κακοποίησης ή αρνητικών σεξουαλικών εμπειριών.
Οι μακροχρόνιες σχέσεις
Συνήθως, όμως, η μειωμένη λίμπιντο σχετίζεται με το ότι απλώς οι γυναίκες βρίσκονται επί πολλά χρόνια σε μία σχέση και έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για το σεξ.
«Οι γυναίκες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ισχυρή, υγιής ερωτική επιθυμία δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται αυτομάτως, αλλά απαιτεί κόπο για να διατηρηθεί στις μακροχρόνιες σχέσεις», λέει η Dr Bradley. «Πόσο μάλλον που καθώς μεγαλώνουν οι ίδιες και ο σύντροφός τους, μπορεί να συνυπάρξουν ιατρικά προβλήματα, όπως μια χρόνια νόσος».
Για να ξαναγίνει το σεξ προτεραιότητα στη ζωή σας υπάρχουν διάφορες στρατηγικές. Η Dr Bradley αναφέρει ενδεικτικά τις εξής:
- Να αφιερώνετε καθημερινά λίγο χρόνο στον εαυτό σας, για να ηρεμείτε και να διαχειρίζεστε το στρες
- Να ασχολείστε με χαλαρωτικές δραστηριότητες (π.χ. ένα παρατεταμένο ζεστό αφρόλουτρο)
- Να κάνετε διαλογισμό για να βελτιώνετε την συναισθηματική σας κατάσταση
- Να γυμνάζεστε συστηματικά για να βελτιώσετε την αντοχή σας
- Να βγαίνετε τακτικά ραντεβού με τον σύντροφό σας
«Η σεξουαλική επιθυμία έχει τρεις παραμέτρους τις οποίες οφείλουμε να συνεκτιμούμε κατά τη διάγνωση και θεραπεία», τονίζει η Dr Bradley. «Οι παράμετροι αυτές είναι η βιολογική, τα κίνητρα της γυναίκας να εμπλακεί σε σεξουαλική δραστηριότητα και το πως αντιδρά ή αντιλαμβάνεται τα σεξουαλικά ερεθίσματα. Επομένως οι γυναίκες πρέπει να μιλούν ανοικτά με τον γιατρό τους, όσες φορές χρειαστεί, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση».