Στην αναμόρφωση των συστημάτων υγείας τους προχωρούν 50 χώρες, προκειμένου να ανταπεξέρχονται καλύτερα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τη δέσμευση αυτή ανέλαβαν οι συγκεκριμένες χώρες στη διάρκεια της πρόσφατης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) στη Γλασκώβη.

Κατά μέσο όρο, τα συστήματα υγείας της Κίνας, της Ινδίας και ακόμη 37 χωρών του ΟΟΣΑ, ευθύνονταν για το 5% των εκπομπών άνθρακα το 2014, στις ΗΠΑ, το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 8%.

Εκτός από την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλεί η κλιματική αλλαγή, τα ίδια τα συστήματα υγείας είναι ευάλωτα στις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος, σύμφωνα με το πρόγραμμα υγείας της Διάσκεψης COP26.

Στο πρόγραμμα αναφέρεται ρητά, ότι «Η κλιματική αλλαγή δίνει έμφαση στην ικανότητα των συστημάτων υγείας να αποτρέπουν, να προσαρμόζονται και να ανταποκρίνονται σε αυξημένους και νέους κινδύνους για την υγεία και μπορεί επίσης να επηρεαστεί από κραδασμούς που προκαλούνται από αυξημένα ακραία καιρικά φαινόμενα», ενώ σημειώνει πως μόνο οι μισές χώρες παγκοσμίως έχουν εθνική στρατηγική για την υγεία και την κλιματική αλλαγή.

Μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα

Στην ίδια Διάσκεψη, 45 χώρες δεσμεύτηκαν επίσης να δημιουργήσουν πιο βιώσιμα συστήματα υγείας και να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα. Από αυτές οι 14 χώρες έθεσαν ως στόχο το μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα ως το 2050, με πρώτο το Ηνωμένο Βασίλειο ήδη από το 2020.

Ορισμένες αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι σχετικά εύκολες. Η χρήση αναπνευστήρων χαμηλής εκπομπής άνθρακα ή  η χρήση αναισθητικών χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα της υγειονομικής περίθαλψης, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση. Άλλες αλλαγές όμως, όπως η μείωση των περιττών εξετάσεων και η έμφαση στην πρόληψη, αναμένεται να χρειαστούν περισσότερο χρόνο.

Ρυπογόνος η υγεία

Στη σχετική ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο BMJ, διαπιστώνεται ότι η τα συστήματα υγείας αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές ρύπανσης. Μάλιστα, ευθύνονται για το μεγαλύτερο αποτύπωμα άνθρακα από οποιονδήποτε τομέα υπηρεσιών και συγκεκριμένα για το 4-5% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα — περισσότερο από την αεροπορία και τη ναυτιλία μαζί.

Οι κύριες αιτίες είναι τα φάρμακα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι συσκευές εισπνοής, τα αναισθητικά αέρια, η μετακίνηση ασθενών και προσωπικού, η θέρμανση και ψύξη εγκαταστάσεων, η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, η διαχείριση απορριμμάτων, τα τρόφιμα και η τροφοδοσία. Ο τομέας υγείας συχνά αποτελεί υψηλό ποσοστό των εκπομπών του δημόσιου τομέα, οι οποίες, καθώς βρίσκονται κυρίως υπό τον έλεγχο των κρατικών και περιφερειακών δημόσιων αρχών, ενδέχεται να αξίζουν μεγαλύτερης δράσης από την κυβέρνηση.

Για τη μείωση του αντικτύπου του στην κλιματική αλλαγή, θα πρέπει να εισάγουν μηχανισμούς καθορισμού προτεραιοτήτων, μέσω των οποίων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι εκπομπές άνθρακα, ταυτόχρονα με το οικονομικό κόστος και την αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών παρεμβάσεων.

Οι χώρες υψηλού εισοδήματος πρέπει να προχωρήσουν άμεσα σε μείωση του άνθρακα και να διευκολύνουν την καθολική κάλυψη υγείας σε χώρες με χαμηλότερο εισόδημα.

Θεραπείες που δεν ρυπαίνουν

Στην ίδια ανάλυση σημειώνεται ότι θα πρέπει να προτιμηθούν ιατρικές πρακτικές με λιγότερη εκπομπή άνθρακα, που μπορούν να έχουν σημαντική επίδραση στο χρόνο. Μάλιστα, κάποιες από αυτές, μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς πρόσθετο κόστος ή να προκαλέσουν ταλαιπωρία στους ασθενείς, όπως οι αλλαγές αναισθητικών αερίων και η μείωση των υλικών μιας χρήσης, καθώς και ανακύκλωση. Μόνο η τελευταία θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές κατά 5%.

Παράλληλα, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται θεραπευτικές πρακτικές που προκαλούν λιγότερη ρύπανση, όπως η λαπαροσκοπική χειρουργική έναντι της ρομποτικής, για περιπτώσεις που μπορούν να θεραπευτούν και με τις δύο μεθόδους. Όμως η λαπαροσκοπική έχει 30% λιγότερες εκπομπές άνθρακα απ΄ότι η ρομποτική.

Οι επαγγελματίες υγείας μπορούν επίσης με την πρακτική τους να μειώσουν τις εκπομές ρύπων από το σύστημα υγείας, με κλινική πρακτική που μειώνει την κατάχρηση στο σύστημα υγείας, προάγει την πρόληψη κλπ.

Λιγότερες εκπομπές – λιγότερη περίθαλψη

Η ανάλυση συγκρίνει τις εκπομπές ρύπων από τα συστήματα υγείας των εύρωστων οικονομικά χωρών, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των οικονομικά ασθενέστερων χωρών, διαπιστώνοντας τετραπλάσιους ρύπους στις χώρες υψηλού εισοδήματος έναντι των χωρών μέσου εισοδήματος και 70 φορές περισσότερους έναντι των χωρών χαμηλού εισοδήματος. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκε ότι σε χώρες με μεγάλη εκπομπή ρύπων από το σύστημα υγείας τους, οι ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες είναι λιγότερες, έναντι των αναγκών του πληθυσμού σε συστήματα υγείας με χαμηλούς ρύπους.

Όμως και μεταξύ χωρών υψηλού εισοδήματος διαπιστώθηκαν διαφορές, όπως π.χ. το σύστημα υγείας των ΗΠΑ ευθύνεται για εκπομπή 1,8 τόνων άνθρακα κατά κεφαλήν, σχεδόν τριπλάσιων δηλαδή ρύπων έναντι του μέσου όρου εκπομπής άνθρακα στις υψηλού εισοδήματος χώρες.

Επιπλέον, υπολογίζοντας ότι η υπερκατανάλωση υπηρεσιών υγείας στην Ε.Ε. (χωρίς να υπάρχει κλινικό όφελος των ασθενών) φτάνει το 15%, τότε οι ρύποι που εκπέμπονται από την υπερκατανάλωση των υπηρεσιών υγείας ισοδυναμούν με τις εκπομπές ρύπων από το σύνολο των υπηρεσιών υγείας στην υποσαχάρια Αφρική.



Πηγή