Ο Ουρουγουανός τεχνικός μίλησε σε συνέντευξη του στους “Times” για το συμβόλαιο του στην Εθνική ομάδα και για τη μη ανανέωση του, ενώ στάθηκε και στα επόμενα βήματα του πάνω στην προπονητική, αλλά και την εμπειρία του από το αγγλικό ποδόσφαιρο.

Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Γκουστάβο Πογιέτ:

«Όταν τελείωσα με την Ελλάδα τον Μάρτιο, για να είμαι ειλικρινής τον πρώτο ενάμιση μήνα περίμενα να με καλέσουν για νέο συμβόλαιο, γιατί η πρόοδος ήταν ξεκάθαρη και το φυσικό επακόλουθο ήταν να συνεχιστεί η συνεργασία μας. Αλλά η Ελλάδα είναι άλλη χώρα, άλλη νοοτροπία, άλλο πάθος. Έγινε αλλαγή προεδρίας στην ομοσπονδία και κανονικά σε αυτές τις χώρες όταν υπάρχει νέος πρόεδρος υπάρχει και νέος προπονητής. Είναι το ποδόσφαιρο έτσι. Αλλά η εμπειρία ήταν φανταστική. Δεν έχω μετανιώσει».

«Έρχεσαι κοντά τους. Ακούγεται αντίφαση, γιατί σε επίπεδο συλλόγου έχεις τους παίκτες καθημερινά, αλλά δεν θα τους τηλεφωνούσες ποτέ το απόγευμα για να μιλήσουν. Στην εθνική ομάδα έχεις 30, 40 παίκτες σε όλη την Ευρώπη και θες να μάθεις τα πάντα για αυτούς, ώστε να διατηρείς επαφή και ίσως είναι φυσικό οι παίκτες να ανοίγονται περισσότερο στο τηλέφωνο. Ταξίδεψα πολύ για να τους δω επίσης. Ήθελα να τους δω στο δικό τους περιβάλλον. Όπως ο “Τσίμι” (σ.σ. Τσιμίκας). Ήταν φανταστικός για μένα, 100% βασικός, αλλά περνούσε δύσκολα στη Λίβερπουλ γιατί δεν έπαιζε. Έτσι, πήγα να τον δω και πρέπει να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κλοπ, που ήταν εξαιρετικός. Με άφησε να είμαι στην προπόνηση για να βλέπω. Με έβαλε να στέκομαι στο γήπεδο μαζί του. Έλεγα, “μπορώ να πάω να παρακολουθήσω από το πλάι” και μου έλεγε, “όχι, μείνε εδώ”. Ο “Τσίμι” είναι ένας κορυφαίος παίκτης, που καταλαβαίνει ότι ανταγωνίζεται έναν πολύ καλό παίκτη και χαρακτήρα, όπως είναι ο Άντι Ρόμπερτσον. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο σε αυτόν είναι ότι δεν πήρε τον εύκολο δρόμο. Δεν είπε “α, φεύγω και παίζω για άλλη ομάδα”. Είπε, “θα παλέψω για τη θέση μου και θα γίνω παίκτης της Λίβερπουλ”. Αυτή η νοοτροπία τον ανέβασε σε υψηλό επίπεδο». 

Στη συνέχεια ανέλυσε τις εμπειρίες που είχε ως ποδοσφαιριστής στο αγγλικό ποδόσφαιρο: 

«Μου άρεσε. Μακριά από το σπίτι, βόρεια, ήταν πάντα δύσκολα. Ποιος ήταν ο πιο σκληρός παίκτης, που αντιμετώπισα; Λοιπόν, κάθε φορά, που αντιμετώπιζες τον Ρόι Κιν, έπρεπε να είσαι προετοιμασμένος. Γιατί ήξερες ότι ερχόταν.

Αλλά είχαμε μια δύναμη στον τρόπο, που παίζαμε απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Υποφέραμε απέναντι σε άλλες ομάδες -πάντα με την Άρσεναλ- αλλά όχι με τη Γιουνάιτεντ και νομίζω ότι ήταν το στιλ μας, η εμπιστοσύνη στο πώς παίζαμε.

Στο τούνελ κοιτούσα και ήμασταν ο Ντένις, ο Νταν Πετρέσκου, ο Ρόμπι (σ.σ. Ντι Ματέο) και εγώ στη μεσαία γραμμή. Συν τον Τζανφράνκο Τζόλα. Βλέποντας τους απέναντι, ήταν σαν να τους λέμε “έχετε πρόβλημα σήμερα”. Θα μπορούσαμε να κερδίσουμε οποιονδήποτε, αλλά δεν ήμασταν η μετέπειτα Τσέλσι του Μουρίνιο. Την ημέρα, που δεν παίζετε καλά, κερδίστε 1-0. Δεν ήμασταν αυτή η ομάδα. Η Γιουνάιτεντ ήταν».

Για το μέλλον του στην προπονητική είπε:

«Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν θέλει να είναι ο κακός τώρα. Μας άρεσε να είμαστε οι κακοί. Το λάτρευε ο Ντένις Γουάιζ και ο Ρόι Κιν. Δεν νομίζω ότι καμία από τις ομάδες στις οποίες έπαιξα τη δεκαετία του ’90 θα τα κατάφερνε με το VAR. Θα ήμασταν, οι μισοί από εμάς, στη… φυλακή. Αυτοί οι αγώνες Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ εναντίον Τσέλσι; Αδύνατον! Τώρα; Κανείς δεν κάνει φάουλ. Βλέπω ομάδες να χάνουν 6-0 και κανείς δεν παίρνει ούτε κίτρινη κάρτα. Αλλά αυτοί οι σκληροί παίκτες, όπως ο Ρόι Κιν, ήταν επίσης εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές.

Το πρόβλημα είναι οι ακαδημίες. Διδάσκουν μόνο με έναν τρόπο. Δεν διδάσκουν τον πόνο, τον ανταγωνισμό, την επαφή. Μην με παρεξηγείτε. Η επαφή δεν σημαίνει ότι πονάς, αλλά η επαφή είναι μέρος του παιχνιδιού. Λένε ότι δεν μπορείς να κάνεις φάουλ σε κάποιον. Ναι, μπορείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τον κλωτσήσεις στο κεφάλι».//Π.



ertsports.gr