Το να ανοίξει κάποιος κουβέντα με τον συνεπιβάτη του κατά τη διάρκεια ενός αεροπορικού ταξιδιού για πολλούς αποτελεί θέμα διαφωνίας. Κάποιοι επιθυμούν την ησυχία και την ηρεμία που τους προσφέρει ένα ταξίδι, επιλέγοντας να μείνουν «κολλημένοι» στο παράθυρο, ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό ή απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κρασί.

Από την άλλη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που ευχαριστιούνται ιδιαιτέρως με την κοινωνικοποίησή τους, ανοίγοντας κουβέντα στους διπλανούς τους, και καταλήγοντας, γιατί όχι, να συνομιλούν με το άλλο τους μισό. Όλοι, λοιπόν, έχουν μια ιστορία να θυμηθούν αναφορικά με τον συνταξιδιώτη τους στο αεροπλάνο, είτε θετική είναι αυτή είτε αρνητική.

Όπως δημοσιεύει το αμερικάνικο Conde Nast Traveler αναφορικά με την έρευνα του ψυχολόγου και καθηγητή της Επιστήμης της Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Booth School of Business στο Σικάγο, Nicholas Epley, «έχουμε την τάση να θυμόμαστε πράγματα που είναι αρνητικά, θετικά, πολύ συναισθηματικά ή απροσδόκητα».

Στην έρευνά του, λοιπόν, ο Epley συμπεραίνει ότι λανθασμένα πιστεύουμε ότι είμαστε πιο ευτυχισμένοι όταν απολαμβάνουμε τη μοναξιά μας, από ό,τι αν επικοινωνούσαμε με τον διπλανό μας, υποτιμώντας το ενδιαφέρον των άλλων να μας προσεγγίσουν μέσα από μια κουβέντα.

Σε μία μελέτη, μάλιστα, ταξιδιώτες στο Σικάγο είχαν καλύτερο ταξίδι όταν συνδέονταν με έναν ξένο, παρά όταν δεν το έκαναν.

Aυτό το παράδοξο, λοιπόν, –του να τοποθετούμε τα ακουστικά μας μόλις καθίσουμε στη θέση μας αγνοώντας τους ανθρώπους που βρίσκονται λίγα εκατοστά δίπλα μας– ήταν που πυροδότησε την έρευνα του Epley, σύμφωνα με τον οποίο «η ικανότητα του ανθρώπου να συνδέεται με άλλους είναι εκείνο το στοιχείο που μας κάνει τους πιο έξυπνους πάνω στον πλανήτη, η οποία αποδεικνύεται και ένας από τους βασικούς παράγοντες για την ευτυχία και την ευημερία μας».

Για παράδειγμα, ένας νεαρός ταξίδευε με τον πατέρα του με αεροπλάνο, καθόταν στη μεσαία θέση και διάβαζε ένα βιβλίο αναφορικά με τις κρίσεις πανικού –από ενδιαφέρον προς την πάθηση του αδερφού του. Στη διπλανή θέση βρισκόταν ένας γκριζομάλλης κύριος που αποδείχθηκε ψυχίατρος με έδρα το Σικάγο, την πόλη όπου κατοικούσε με την οικογένειά του ο νεαρός ταξιδιώτης.

Ο ψυχίατρος, λοιπόν, του έπιασε την κουβέντα –και παρόλο που δεν αναλάμβανε νέους ασθενείς– κατέληξε να κουράρει τον αδερφό του 28χρονου και μετά από χρόνια να έχει απαλύνει αρκετά την πάθησή του. Έτσι, μια απλή κουβέντα στο αεροπλάνο αποδείχθηκε πιο σωτήρια από ποτέ για την ζωή του αδερφού του 28χρονου.

Υπάρχουν, βέβαια, και οι ρομαντικές ιστορίες, που από μια απλή συνομιλία στο αεροδρόμιο ή το αεροπλάνο καταλήγουν σε αγαπημένες οικογένειες με παιδιά, όπως αυτή της 32χρονης Lindsay McHugh από το Μπρούκλιν και του συζύγου της, πλέον, και πατέρα του παιδιού που αναμένουν.

Τα παραπάνω παραδείγματα αντιπροσωπεύουν, μεν, την θετική έκβαση μιας συζήτησης κατά την διάρκειας μιας πτήσης, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αποκλείουν το γεγονός ότι κάποιες από αυτές μπορεί να αποβούν στο τέλος ενοχλητικές. Επιπλέον, κανείς δεν υποστηρίζει ότι είναι λάθος να απολαμβάνει κάποιος λίγη ηρεμία κατά την διάρκεια μιας πτήσης.

Βάσει τον παραπάνω, λοιπόν, ο Epley αποσαφηνίζει στην έρευνά του ότι δεν υποδεικνύει πως οι συνομιλίες είναι πάντα ευχάριστες ή ότι πρέπει να μιλάμε σε όλους, αλλά ότι γενικότερα αυτές τείνουν να είναι καλύτερες απ’ όσο νομίζουμε και να αποδεικνύονται πιο εποικοδομητικές.



Πηγή