Πιο διεστραμμένη και αισχρή πόλη της Γης αποκαλούσαν άλλοτε το διαβόητο λημέρι των πειρατών, στο οποίο κατέφευγαν μαζικά κακοποιοί, κατατρεγμένοι, σκλάβοι και πόρνες.

Και πράγματι ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο φαύλο και διεφθαρμένο, μια πραγματική ενσάρκωση των δύο βιβλικών πόλεων που έμελλε να καταστραφεί εξίσου αιφνίδια, κάνοντας όλους τους φιλήσυχους ανθρώπους να το αποδώσουν στη θεϊκή μήνη.

Στις 6 Ιουνίου 1692, το σκοτεινό και ανήθικο Port Royal της Τζαμάικα το κατάπιαν τα κύματα. Το πειρατικό άντρο που είχε καταλάβει το έγκλημα και η λαγνεία θα γινόταν παρελθόν μέσα σε μια στιγμή από τον Εγκέλαδο και το τσουνάμι. Και ο τοπικός κλήρος απέδωσε πράγματι το σμπαράλιασμα της πόλης και τον θάνατο περισσότερων από 2.000 ανθρώπων στη μανία του Θεού.

Η αλήθεια είναι πως ένα τέτοιο μέρος παράμενε εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακό ακόμα και μέσα στον ξέφρενο κόσμο των κουρσάρων. Ένα στα τέσσερα κτίρια της πόλης ήταν εξάλλου είτε καταγώγιο είτε οίκος ανοχής. Ο παράδεισος των πραγματικών Πειρατών της Καραϊβικής είχε γίνει κατά τον 17ο αιώνα τόσο διαβόητος που 130 χρόνια αργότερα ο λόγιος Τσαρλς Λέσλι αναγκάστηκε να γράψει για την κατάσταση που επικρατούσε το 1660:

«Το κρασί και οι γυναίκες στράγγιζαν τους πειρατές από τον πλούτο τους σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι ξέπεφταν στη ζητιανιά … Συνήθιζαν να αγοράζουν μια μποτίλια κρασί, να την τοποθετούν στον δρόμο και να αναγκάζουν όποιον περνούσε από κει να την κατεβάσει μονορούφι», γράφει χαρακτηριστικά στη «Νέα και ακριβή ιστορία της Τζαμάικα» το 1793.

Στην ίδια πόλη έδρευε και το ναυαρχείο του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού της Καραϊβικής και εκεί ανδρώθηκε ναυτικά ένας νέος αξιωματικός ονόματι Οράτιος Νέλσον, που μερικά χρόνια αργότερα θα κατατρόπωνε τον Ναπολέοντα στο Τραφάλγκαρ.

Σήμερα το Port Royal δεν είναι παρά ένα ήσυχο ψαροχώρι στην μπούκα του λιμανιού του Κίνγκστον. Η ξακουστή ιστορία του παραμένει ωστόσο θρυλική, αν και είναι θαμμένη στο νερό, μόλις λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Παρά την ανείπωτη καταστροφή, το γεγονός ότι τα κύματα κατάπιαν τους οίκους ανοχής και τα άντρα της ακολασίας δεν θεωρήθηκε από όλους τραγωδία. Ίσα-ίσα, ήταν μια απόδειξη της θεϊκής εκδίκησης για την απομάκρυνση από τα χρηστά ήθη: το χέρι του Θεού έλιωσε τα πραγματικά Σόδομα και Γόμορρα τιμωρώντας τους ανήθικους…

Οι πειρατές καταφτάνουν στο Port Royal

Το Port Royal, μια στενή και αμμώδης χερσόνησος καμιά 25αριά χιλιόμετρα από το Κίνγκστον της Τζαμάικα, δεν ήταν πάντα το απόλυτο καταφύγιο των εξεγερμένων και των ακόλαστων. Από το 1494-1655 δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα μικρό και ασήμαντο ισπανικό λιμανάκι, το οποίο άφηναν οι Κονκισταδόρες επίτηδες βαλτωμένο, μιας και δεν έβλεπαν κανένα κέρδος από την ανάπτυξή του.

Το 1655 όμως περιήλθε στα χέρια των Βρετανών και η μοίρα του θα άλλαζε μαγικά. Βλέπετε οι Άγγλοι συνειδητοποίησαν πως η νέα τους κτήση ήταν περικυκλωμένη από σπανιόλικα προπύργια και αρμάδες, κι έτσι κάλεσαν τους πειρατές και τους κουρσάρους να το προστατεύσουν. Στο όνομα του Στέμματος, ο άνομος συνασπισμός βρετανικού Ναυτικού και πειρατών έφερε μεγάλη αναταραχή στους Ισπανούς και τα εμπορικά καράβια τους, κάνοντας το λιμανάκι καταφύγιο για όσους ζούσαν καταληστεύοντας και λεηλατώντας τους Κονκισταδόρες.

Σύντομα το Port Royal θα μετατρεπόταν σε άντρο πειρατών και τα μεγαλύτερα ονόματα της κουρσάρικης Καραϊβικής σύχναζαν πια στις τρώγλες και τα καταγώγια του, από τον Κάπτεν Μόργκαν και τον Calico Jack μέχρι και τον ίδιο τον Μαυρογένη. Ανήκε εξάλλου στους Βρετανούς μόνο στα χαρτιά, μιας και οι πραγματικοί αφέντες και προστάτες του ήταν οι τρομακτικοί Πειρατές της Καραϊβικής…

Η γέννηση των Πειρατών της Καραϊβικής

Στις ένδοξες μέρες της πειρατικής πόλης, εκεί στον κολοφώνα της ακμής της, είχε αναπτυχθεί τόσο που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη βρετανική πόλη του κόσμου, πίσω μόνο από τη Βοστόνη! Μέχρι το 1692 βέβαια ήταν και η πιο διεφθαρμένη πόλη του ίδιου κόσμου, ξέχειλη από οίκους ανοχής, καπηλειά και κέντρα ανομίας. Όσο για την πληθυσμιακή της σύσταση, όλοι έριζαν αν οι πειρατές ή οι δουλέμποροι ήταν οι περισσότεροι.

Το συνηθέστερο θέαμα ήταν ένας πειρατής να τρεκλίζει στους δρόμους με δυο κορίτσια παραμάσχαλα να τον στηρίζουν και τις τσέπες του παραγεμισμένες με χρυσό. Και έλεγαν μάλιστα πως ένας πειρατής που γύριζε από λεηλασία ξόδευε σε μια νύχτα περισσότερα σε ποτά και γυναίκες από όσα έβγαζε ένας εργάτης φυτείας σε έναν ολόκληρο χρόνο.

Ο σερ Χένρι Μόργκαν, που οι πειρατές ήξεραν ως αδίστακτο Κάπτεν Μόργκαν, είχε τεθεί μάλιστα αντικυβερνήτης του Port Royal και ακόμα κι αυτός έμοιαζε δυσαρεστημένος και προβληματισμένος με το χάος που επικρατούσε στο πολύβουο λιμάνι. Κάποια στιγμή προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, κάποια τάξη τέλος πάντων, τα παράτησε όμως όταν είδε το μάταιο του πράγματος.

Μέσα σε όλα, το χαρακτηριστικό ρούμι-σήμα κατατεθέν του Port Royal ήταν το «Kill Devil», μια θανάσιμα καταραμένη «μπόμπα» που είχε σκοτώσει από μόνη της χιλιάδες από οξεία δηλητηρίαση. Οι πιο σκληρόπετσοι μετατρέπονταν σε δαίμονες με το σατανικό ρούμι στον οργανισμό τους και κανείς δεν το περιέγραψε καλύτερα από τον ειδικό στην πειρατεία Alexandre Olivier Exquemelin, μιλώντας για τον θρυλικό ολλανδό κουρσάρο που σύχναζε στο Port Royal, Roche Brasiliano:

«Όταν μεθούσε, όργωνε την πόλη σαν τρελός. Τον πρώτο που θα έβλεπε θα του έκοβε το χέρι ή το πόδι, χωρίς να τολμά κανείς να παρέμβει … Κάποιους από αυτούς τους έδενε ή τους σούβλιζε σε ξύλινα παλούκια και τους έψηνε ζωντανούς ανάμεσα σε δυο πυρές, σαν να σκοτώνεις ένα γουρούνι»…

Ο σεισμός που είπανε θεϊκή παρέμβαση

Όταν το Port Royal χτυπήθηκε από τη φυσική καταστροφή, ήταν τέτοια η μανία της φύσης που όσοι την έζησαν την απέδωσαν στη θεϊκή κατακραυγή. Ένας Εγκέλαδος 7,5 Ρίχτερ έπληξε την πόλη πριν από το μεσημέρι της 7ης Ιουνίου 1692, ημέρα Σάββατο, και ένα ρολόι που ανακαλύφθηκε το 1969 είχε σταματήσει στις 11:43 π.μ.

Η πόλη ήταν χτισμένη όπως είπαμε στην άμμο, κι έτσι η καταστροφή ήταν πράγματι βιβλικών διαστάσεων. Όταν χτύπησε ο σεισμός, τα πενιχρά υποστηρίγματα υποχώρησαν, το έδαφος άνοιξε και κατάπιε μονομιάς κτίρια, δρόμους και ανθρώπους στα έγκατα της Γης. Όσοι γλίτωσαν, είδαν το τσουνάμι να καταφτάνει και να ισοπεδώνει τα τείχη, το λιμάνι και ό,τι είχε απομείνει όρθιο, εξαφανίζοντας κυριολεκτικά ένα καλό κομμάτι του Port Royal από τον χάρτη.

Ακόμα και ο Κάπτεν Μόργκαν, που ήταν θαμμένος εκεί, βγήκε από τον τάφο του και παρασύρθηκε στη θάλασσα. Απολογισμός; Κάπου 33 στρέμματα αστικού ιστού γκρεμίστηκαν (από τα 51 πυκνοκατοικημένα στρέμματα της πόλης), τα 4 από τα 5 οχυρά των Βρετανών σμπαραλιάστηκαν και περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι, το 1/5 του πληθυσμού της πόλης, εξαφανίστηκαν σε μια μέρα.

Μόνο που αυτό δεν ήταν το τέλος. Τα πτώματα των ανθρώπων που σάπιζαν κάτω από τον καυτό ήλιο και κατασπαράσσονταν από ζώα και έντομα εξάπλωσαν ασθένειες και στις επόμενες βδομάδες άλλες 3.000 θα πέθαιναν.

Κι έτσι ο πληθυσμός μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της Γης έπεσε στο μισό μέσα σε μερικές στιγμές. Μόνο που η καταστροφή του Port Royal από τον σεισμό και τις αρρώστιες θεωρήθηκε στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου ως θεϊκή παρέμβαση: μια πόλη τόσο διεφθαρμένη και αχρεία που βυθίστηκε στο νερό και τον όλεθρο, ε παραέμοιαζε με εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης!

Όσο για το όργιο βίας και λεηλασίας που ακολούθησε την καταστροφή, αυτό κι αν λειτουργούσε ως απόδειξη πως ό,τι έπαθαν αυτοί οι άνθρωποι το άξιζαν και με το παραπάνω. Ένας επιζών έγραψε εξάλλου ότι μόλις τελείωσε ο σεισμός, η πόλη σεληνιάστηκε:

«Αμέσως μετά την παύση της ακρότητας του σεισμού, η καρδιά σου σπάραζε να ακούει τις καταστροφές, τις κλεψιές και τη βιαιότητα που κυριάρχησαν στη στιγμή από τους πιο κακούς και μοχθηρούς των ανθρώπων. Κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να σώσει τίποτα από μόνος του, γιατί οι πιο δυνατοί και διεστραμμένοι άρπαζαν ό,τι αγαπούσαν».

Η εκδίκηση κατά του Port Royal δεν έληξε όμως με την καταστροφή και τη λεηλασία του 1792. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1703 συγκεκριμένα, η πόλη τυλίχθηκε στις φλόγες. Αλλά και μια σειρά από τυφώνες το 1712, το 1722, το 1726 και το 1744 την κατέστρεψαν περαιτέρω, πείθοντας εντωμεταξύ τους Βρετανούς να μετακινήσουν το εμπορικό λιμάνι τους στην Καραϊβική στο ασφαλέστερο Κίνγκστον.

Το Port Royal εγκαταλείφθηκε. Η τελευταία μήνη θα εξαπολυόταν πάνω του το 1951, όταν ο τυφώνας Τσάρλι κατέστρεψε ό,τι είχε απομείνει όρθιο από το παλιό λιμάνι. Αφήνοντάς το ουσιαστικά σε αυτό που είναι σήμερα, ένα γραφικό ψαροχώρι που δεν θυμίζει σε τίποτα την παλιά πόλη της αμαρτίας.

Όταν δεν το λένε «πραγματικά Σόδομα και Γόμορρα», οι αρχαιολόγοι αρέσκονται να το αποκαλούν «πραγματική Ατλαντίδα», μιας και ένα καλό μέρος της πόλης διατηρείται κάτω από την επιφάνεια του νερού, μια «Πομπηία της θάλασσας».

Η UNESCO το ανακήρυξε μνημείο παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς το 1999, αν και αυτή η Υποθαλάσσια Πόλη του Port Royal λίγη σχέση έχει με το κακόφημο άντρο των πειρατών, των σκλάβων και των ιερόδουλων που ζούσαν άλλοτε στα κακόφημα καλντερίμια του…



agrinio24.eu