Είναι πολλά τα πράγματα που θεωρούμε δεδομένα στη ζωή. Ίσως είναι η ανθρώπινη ματαιότητα -ή επιπολαιότητα;- που μας κάνει να νομίζουμε πως αυτό που υπάρχει σήμερα θα υπάρχει και αύριο και πιθανώς και πάντα. Και παρότι υπάρχουν τα στοιχεία που μπορούν να μας προβληματίσουν, καθώς ο κόσμος προχωρά και αλλάζει, δυσκολευόμαστε να συνειδητοποιήσουμε πως πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα είναι αναπόφευκτο να αλλάξουν- πιθανώς και ριζικά.
Όταν η δημοσιογράφος Αμάντα Λιτλ παρουσίαζε το βιβλίο της «Power Trip: The Story of America’s Love Affair with Energy», το 2010, παρατήρησε κάτι παράδοξο. Παρότι το βιβλίο της επικεντρωνόταν σε άλλα θέματα, οι περισσότερες ερωτήσεις του κοινού της αφορούσαν ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο, αυτό της παραγωγής τροφής.
Οι άνθρωποι με τους οποίους μιλούσε ήθελαν να μάθουν περισσότερα για το θέμα και πολλοί ήταν έτοιμοι και να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, να είναι πιο ενήμεροι για το τι καταναλώνουν. Αυτές οι συζητήσεις την οδήγησαν στη συγγραφή του δεύτερου βιβλίου της «The Fate of Food: What We’ll Eat in a Bigger, Hotter, Smarter World», στο οποίο επιχειρεί να καταγράψει τι θα χρειαστεί για να συνεχίσουν να τρέφονται 7,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, για παράδειγμα το 2050.
Όπως εξηγεί η εφημερίδα Guardian, η Λιτλ υπογραμμίζει το πόσο οι υπάρχουσες πρακτικές παραγωγής τροφής γίνονται πιο δύσκολες λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών της, όπως οι καταστροφικές ξηρασίες, οι θερμοκρασίες- ρεκόρ και οι ευμετάβλητες κλιματικές συνθήκες. Και το εγχείρημά τους, που ξεκίνησε ως έρευνα 18 μηνών, κατέληξε σε 5ετή «αποστολή», στην προσπάθειά της να εξερευνήσει και να κατανοήσει αυτό το τεράστιο και περίπλοκο ζήτημα.
Εκ πρώτης όψεως, τα ζητήματα της τροφής και της κλιματικής αλλαγής μπορεί να μοιάζουν ασύνδετα. Όμως δεν είναι, καθώς «η μεγαλύτερη απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι αυτή στα συστήματα παραγωγής τροφής», όπως εξηγεί στη βρετανική εφημερίδα. «Αυτό με εξέπληξε και με ιντρίγκαρε. Πίστευα πως το μεγαλύτερο πρόβλημα μπορεί να ήταν οι πλημμύρες, οι ξηρασίες, ο εκτοπισμός πληθυσμών, η άνοδος της στάθμης των υδάτων. Όλα αυτά αποτυπώνουν το πώς η ανθρωπότητα θα βιώσει την κλιματική αλλαγή. Άρχισα όμως να συνειδητοποιώ πως η μεγαλύτερη διαταραχή που δεν γνωρίζει περιοχές και σύνορα και δεν κάνει διακρίσεις στον πλανήτη θα είναι οι αλλαγές στην παραγωγή της τροφής».
Κάποιες από αυτές ήδη συμβαίνουν, συνεχίζει. «Η κλιματική αλλαγή γίνεται κάτι που μπορούμε να γευτούμε. Μπορεί να είναι σε καλαμπόκια στην Κένυα, σε κοπάδια στο Τενεσί, σε αγρόκτημα με μήλα στο Γουισκόνσιν, φυτεία καφέ στη Γουατεμάλα, εκτάσεις με ροδακινιές στην Τζόρτζια. Μίλησα με τόσους καλλιεργητές και κτηνοτρόφους, όλοι μου είπαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πως η κλιματική αλλαγή είναι πλέον κάτι που γευόμαστε. Επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται τα φρούτα και τα λαχανικά, αλλά και τα ζώα στα κοπάδια. Νομίζουμε πως η κλιματική αλλαγή είναι κάτι συγκεχυμένο και μακρινό αλλά έχει ήδη επηρεάσει την παραγωγή της τροφής μας».
Κάποιοι έχουν λύσει το θέμα των βασικών ειδών διατροφής, έχοντας το μποστάνι τους στην πίσω αυλή τους, και μερικές κότες, για παράδειγμα. Για όλους είναι μία άβολη εξέλιξη το να ζουν σε έναν κόσμο όπου τα τρόφιμα θα είναι προϊόντα εργαστηρίου. «Αλλά μιλάμε για 7,5 εκατ. ανθρώπους…» σημειώνει η Λιτλ. Κάποιες πρακτικές λύσεις, που ο καιρός θα φέρει, μας αφορούν, έστω και σε διαφορετική κλίμακα, όλους.
«Με παίδεψε πολύ η ερώτηση ποια πραγματικά είναι η λύση, πώς θα φτιάξουμε το σύστημα παραγωγής τροφίμων, που δεν θα μπορεί πια να ανταποκριθεί, αν δεν μπορούμε να στηριχθούμε στα μποστανάκια του καθενός και να καλλιεργούμε στο έδαφος; Με μπέρδευε το ποιες είναι οι ρεαλιστικές λύσεις και το ότι το κίνημα βιώσιμης παραγωγής τροφής, που απορρίπτει την παραγωγή μεγάλης κλίμακας, είναι μη ρεαλιστικό» σημειώνει η Λιτλ.
«Ο κόσμος θα ήθελε να ακούσει πως υπάρχει μία λύση, όμως θα χρειαστούν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις, πολλή τεχνολογία, αλλαγή στη νοοτροπία, αυτοέλεγχος, σεβασμός στην παράδοση και βαθιά κατανόηση του πώς έχουμε εφαρμόσει λάθος την τεχνολογία. Θα χρειαστούν πολλά διαφορετικά στοιχεία για να οδηγηθούμε σε λύση. Μπορούμε να θρέψουμε τον κόσμο με τρόπο βιώσιμο και δίκαιο; Η απάντηση είναι ναι, αλλά το σύστημα παραγωγής τροφής θα είναι πολύ διαφορετικό» ξεκαθαρίζει.
Οπότε, το ερώτημα είναι, πώς θα είναι το σύστημα αυτό; Πώς θα είναι ένα συνηθισμένο αμερικανικό γεύμα το 2050; «Ελπίζω πως θα μοιάζει πολύ με ό,τι τρώμε σήμερα. Είναι όμως ο τρόπος που παράγεται η τροφή και το πού παράγεται που μπορεί να αλλάξει ριζικά. Μπορεί το κρέας που θα τρώμε να είναι εξίσου νόστιμο με το κρέας που έτρωγαν οι παλιότερες γενιές, μόνο που δεν θα προέρχεται από ζωντανό ζώο αλλά είτε από κάποια πρωτεΐνη με φυτική βάση είτε από τεχνητό κρέας που καλλιεργείται σε βιοαντιδραστήρα. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το αποδεχτεί ο κόσμος, αλλά ήδη βλέπουμε κάποιες εκδοχές του. Υπάρχουν μπέργκερ που χρησιμοποιούν τέτοιο κρέας, από πρωτεΐνη φυτικής προέλευσης και συνθετικό αίμα. Η γεύση είναι αυτή που ξέρουμε, η προέλευση άλλαξε» εξηγεί.
«Είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουμε να βρίσκουμε τρόπους να παράγουμε τα τρόφιμα που μας αρέσουν. Απλώς θα χρειαστούν πολύ διαφορετικές μέθοδοι. Είναι κρέας, τα κύτταρά του προέρχονται από το ζώο, όμως δεν αναπτύχθηκαν πάνω του. Δεν έχουν κόκαλα και όργανα, δεν νιώθουν. Δεν υπάρχει πόνος» συνεχίζει.
Στη Βρετανία θα συνεχίσουν να τρώνε ντομάτες, πχ από την Ισπανία; «Βεβαίως» λέει η Λιτλ. «Θα παραμείνουν στη διατροφή μας αλλά δεν θα καλλιεργούνται στην Ισπανία. Πιθανώς σε κάποια φάρμα κάθετης παραγωγής στο Νιούαρκ, όπου οι ρίζες του φυτού θα κρέμονται μέσα σε κάποιο μείγμα θρεπτικών συστατικών και ο «ήλιος» δεν θα είναι ο πραγματικός ήλιος αλλά τεχνητός φωτισμός. Μπορεί να συνεχίσουμε να καλλιεργούμε καλαμπόκια στη δυτική Κένυα αλλά ίσως χρειάζονται επεξεργασία ή κάποια γενετική παρέμβαση για να αντέχουν περισσότερη ζέστη, περισσότερη ξηρασία, πιθανά νέα έντομα- εισβολείς. Και δεν αποκλείεται κάποιοι από εμάς να προτιμήσουμε αυτή την πολύ χάι-τεκ «επιστημονική» διατροφή, παραδείγματος χάριν με ταμπλέτες τροφίμων και μπάρες πολύ εξειδικευμένες και προσωποποιημένες, που περιέχουν ολόκληρα γεύματα και ανταποκρίνονται στις διατροφικές ανάγκες».
Από αυτή τη συζήτηση δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει η πτυχή του καφέ, η καλλιέργεια του οποίου ήδη πλήττεται από τις αλλαγές στο κλίμα.
«Η καλλιέργεια του καφέ είναι πολύ συγκεκριμένη και έχει πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Πήγα σε φυτείες καφέ στην Αιθιοπία και γίνεται ήδη έρευνα για τα είδη καφέ arabica, που προσαρμόζονται σε διαφορετικούς περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα γονίδιο που εντοπίζεται σε μία φυτεία. Μπορούμε άραγε να το ‘κόψουμε’ σε νέα ‘αλυσίδα’, να την αναπτύξουμε και να ενισχύσουμε την ικανότητά της να αντέχει υψηλότερα επίπεδα ζέστης, περισσότερη ξηρασία, περισσότερη έκθεση στον ήλιος Πώς μπορούμε να κάνουμε το φυτό πιο ανθεκτικό και να το βοηθήσουμε να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα; Από αυτά που έχω δει» απαντά η Λιτλ, «επιστήμονες και καλλιεργητές και καταναλωτές είναι προσηλωμένοι στο να βρεθούν τρόποι να συνεχιστεί η παραγωγή καφέ, και θα το πετύχουν. Θα χρειαστεί μεγαλύτερη ευελιξία».
Κι αν τα λεγόμενα της Λιτλ παραπέμπουν για κάποιους σε ένα μάλλον δυστοπικό μέλλον, το βιβλίο έχει περισσότερο αισιόδοξο τόνο.
«Εγώ σκεφτόμουν πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα, πόσο ακραία πράγματα θα κάνουμε, αλλά με εξέπλητταν πάντα οι άνθρωποι που ένιωθαν αισιόδοξοι διαβάζοντας το βιβλίο μου» λέει στην εφημερίδα Guardian. «Το νόημα όλων όσων έγραψα συμπυκνώνεται στην προσαρμογή και στην εφευρετικότητα, ως ανταπόκριση σε υπαρκτά προβλήματα» καταλήγει. Ίσως η αναγνώριση της σημασίας της προσαρμογής και της εφευρετικότητας να μας επιτρέψει να αναγνωρίσουμε ταυτόχρονα και τη σπουδαιότητα του προβλήματος.