Σκότωσε για πρώτη φορά σε ηλικία 14 ετών. Το θύμα ήταν ένας ανήλικος τον οποίο συνάντησε τυχαία στο δρόμο. Από εκείνη τη μέρα, δεν σταμάτησε να σκοτώνει. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος. Βίαζε και σκότωνε άντρες, γυναίκες, παιδιά. Τον αποκαλούσαν «Χάνιμπαλ Λέκτερ».
Από το 1964 έως και το 1991, είχαν διαπραχθεί 30 δολοφονίες σε Σουηδία, Νορβηγία, Δανία και Φινλανδία και οι δολοφόνοι είχαν μείνει ασύλληπτοι.
Το 1991 η αστυνομία συλλαμβάνει τον Τόμας Κουίκ για ληστεία σε τράπεζα. Τον κλείνουν σε ψυχιατρική κλινική. Με τη βοήθεια καθημερινής θεραπείας αλλά και ύπνωσης, λέει ότι αρχίζει να θυμάται πολλά από τα εγκλήματα που διέπραξε στο παρελθόν. Ενημερώνει τον ψυχίατρό του για να τον φέρει σε επικοινωνία με τις αστυνομικές αρχές και να παραδεχτεί τα αποτρόπαια εγκλήματά του.
Ο Τόμας Κουίκ, ο «διαβόητος» κατά συρροή δολοφόνος της Σκανδιναβίας, αποκάλυψε ένα ένα, όλα τα εγκλήματά του. Μάλιστα δεν δίσταζε να δίνει και ανατριχιστικές λεπτομέρειες. Πολλές φορές ανέλυε το πώς στραγγάλιζε, βίαζε, μαχαίρωνε, τεμάχιζε και έτρωγε τα θύματά του. Μπορούσε να περιγράψει στις καταθέσεις του ακόμα και τα όπλα που χρησιμοποίησε στις δολοφονίες, ενώ έδινε πληροφορίες για την εμφάνιση και τα ρούχα που φορούσαν τα -υποτιθέμενα- θύματά του.
Ήταν απόλυτα συνεργάσιμος με τις αρχές και απαντούσε με ευκολία στα ίδια και τα ίδια πράγματα. Οι απαντήσεις του άλλαζαν, κυρίως ως προς τις λεπτομέρειες σχετικά με το θύμα ή το όπλο που χρησιμοποίησε ενώ κάποιες φορές προτιμούσε να απαντάει μονολεκτικά με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν έδειχνε να προβληματίζει ιδιαίτερα τους αστυνομικούς.
Η ομολογία του ξεδιάλυνε δεκάδες υποθέσεις που είχαν μείνει ανοιχτές για χρόνια κι αυτό φαίνεται πως αρκούσε. Μερικές φορές τα στοιχεία που έδινε δεν συμφωνούσαν απόλυτα με τα στοιχεία της αστυνομίας και άλλοτε, δεν συμφωνούσαν καθόλου.
Όμως, μέσα στην ανυπομονησία της η αστυνομία να «κλείσει» τότε τις υποθέσεις, αποδέχθηκε με ευκολία τα όσα έλεγε ο «δολοφόνος» χωρίς να επιχειρήσει την παραμικρή διασταύρωση στοιχείων. Δεν συνέκρινε αποτυπώματα, δεν συνέλεξε DNA.
Η αποκάλυψη που έφερε τα πάνω-κάτω
Ξαφνικά, το 2001, ο Τόμας Κουίκ διακόπτει κάθε επαφή με την αστυνομία. Αρνείται να μιλήσει ξανά για τις δολοφονίες και επιστρέφει στην καθημερινότητά του στην κλινική.
Το 2008, ο δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής Hannes Rastam, που δεν είχε πειστεί για την φερεγγυότητα των λεγομένων του Τόμας Κουίκ, αποφασίζει να ασχοληθεί περισσότερο με την υπόθεση. Δεν υπήρχε, ουσιαστικά, κανένα στοιχείο που να αποδείκνυε ατράνταχτα την ενοχή άντρα που παρουσιαζόταν ως serial killer.
Ο Rastam αποφασίζει να δει από κοντά τον διαβόητο δολοφόνο και έτσι τον επισκέφθηκε. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του και του μίλησε για τις υποψίες του. Ο Κουίκ δεν άργησε να παραδεχτεί ότι δεν είχε καμία σχέση με τους φόνους που είχε ομολογήσει και ότι είχε πει ψέματα στους αστυνομικούς. Το συμπέρασμα ήταν ότι ο πιο επικίνδυνος δολοφόνος στη Σκανδιναβία δεν είχε σκοτώσει ούτε έναν άνθρωπο!
Είχε πει ψέματα ακόμα και για το όνομά του. Το Τόμας Κουίκ δεν ήταν καν το πραγματικό όνομα του. Τον έλεγαν Sture Bergwall.
Είχε εμπνευστεί το όνομα «Τόμας Κουίκ» (Thomas Quick) κατά τη δεκαετία που συνεργαζόταν με την αστυνομία για να προσποιείται τον ψυχωτικό δολοφόνο.
Ο Sture Bergwall γεννήθηκε στις 26 Απριλίου του 1950 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Σουηδίας. Σε όλη του την εφηβεία, ένιωθε απομονωμένος από τους συνομήλικούς του κάτι που συνεχίστηκε μεγαλώνοντας. Ήταν ομοφυλόφιλος και στα 19 άρχισε να παίρνει ναρκωτικά ενώ είχε κατηγορηθεί και για παρενόχληση ανηλίκων.
Ο Bergwall έψαχνε την προσοχή και την αποδοχή του κόσμου και αυτήν φαίνεται πως την βρήκε όταν άρχισε να ομολογεί δολοφονίες που δεν είχε ποτέ διαπράξει.
Οι αποκαλύψεις ξεκίνησαν όταν οι γιατροί της κλινικής αύξησαν τις δόσεις ηρεμιστικών που του χορηγούσαν. Όπως παραδέχτηκε ο ίδιος, γνώριζε ότι έλεγε ψέματα και αντιλαμβανόταν τις συνέπειες που θα είχαν οι πράξεις του, αλλά τα ναρκωτικά γρήγορα εξαφάνιζαν τέτοιες σκοτούρες.
Όσο για πώς κατάφερνε να περιγράφει με λεπτομέρειες τα υποτιθέμενα εγκλήματά του; Συγκέντρωνε το υλικό της μυθοπλασίας του από αποκόμματα παλιών εφημερίδων που αφορούσαν ανεξιχνίαστα εγκλήματα.
«Δεν χρειαζόμουν πολλά για να διηγηθώ τις ιστορίες μου. Ένα άρθρο εφημερίδας ήταν αρκετό. Οι υπόλοιπες πληροφορίες προέκυπταν στις ανακρίσεις από την αστυνομία και τους θεραπευτές. Ήξερα ότι έπρεπε να ακούω και να δίνω προσοχή» θα παραδεχτεί αργότερα ο ίδιος.
Μάλιστα, όταν του απαγγέλθηκαν και επίσημα οι κατηγορίες, οι δικηγόροι του και ο ίδιος απέκτησαν πρόσβαση σε ακόμα περισσότερες πληροφορίες, γεγονός που τον βοήθησε να κάνει τις ιστορίες του πιο πειστικές ακόμα και για τους πιο δύσπιστους.
Στις περιπτώσεις που τα στοιχεία του Bergwall δεν συμφωνούσαν με τα στοιχεία της αστυνομίας, τον ρωτούσαν ξανά και ξανά, μέχρι που εκείνος μάντευε τη σωστή απάντηση.
Υπήρχαν ωστόσο ορισμένες ανακρίβειες, που δεν μπορούσαν να περάσουν στα ψιλά. Κανείς αυτόπτης μάρτυρας δεν είχε δει τον Bergwall στα σημεία των εγκλημάτων, και πουθενά δεν βρέθηκε το DNA του, ούτε στις περιπτώσεις που ισχυριζόταν ότι είχε βιάσει το θύμα.
Μόνο οι 8 από τις 30 υποθέσεις έφτασαν στο δικαστήριο και καταδικάστηκε και για τις οχτώ δολοφονίες χωρίς να υπάρχει καμία ισχυρή απόδειξη. Μάλιστα στην περίπτωση 11χρονου αγοριού που εξαφανίστηκε το 1980, δεν είχε βρεθεί ούτε καν το σώμα του και είχε ήδη καταδικαστεί ένας άντρας για τη δολοφονία του.
Ακόμα, ενώ ο Bergwall ομολόγησε ότι είχε βιάσει μία ιερόδουλη, πριν τη σκοτώσει το 1981, το DNA που εντοπίστηκε στο σώμα της δεν ήταν το δικό του.
Το 2001 άλλαξε η διεύθυνση της κλινικής που νοσηλευόταν ο Bergwall και μειώθηκε σημαντικά η ποσότητα φαρμάκων που του χορηγούνταν. Αμέσως έλαβαν τέλος και οι ομολογίες του μυθομανή δολοφόνου.
Χρειάστηκε όμως να περάσουν επτά χρόνια, για να αντιληφθεί κάποιος, ότι οι καταδίκες του Bergwall δεν βασίζονταν σε πραγματικά στοιχεία. Ο δημοσιογράφος Hannes Rastam που ανακάλυψε την αλήθεια, κατέγραψε την ιστορία του Bergwall στο βιβλίο με τίτλο «Thomas Quick: The Making of a Serial Killer», το οποίο ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 2012.
Η υπόθεση «Τόμας Κουίκ» αποτελεί ένα μεγάλο φιάσκο της σουηδικής αστυνομίας που παρασύρθηκε από την επιθυμία της να κλείσει άρον άρον παλιές υποθέσεις. Ο Bergwall βγήκε το 2013 από την ψυχιατρική κλινική και έχει αθωωθεί από όλες τις κατηγορίες.