«Ηθοποιός σημαίνει φως. Είναι καημός πολύ πικρός και στεναγμός πολύ μικρός». Αν, λοιπόν, ηθοποιός σημαίνει φως, τότε ο Δημήτρης Χορν ήταν το φως ολάκερου του ελληνικού θεάτρου. Ένα φως που έπεσε πάνω του από τότε που ήταν στην κούνια, μιας και γεννήθηκε μέσα σε μία θεατρική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Παντελής Χορν και νονά του η Κυβέλη, που μαζί με το λάδι τού έβαλε και το σπόρο της υποκριτικής.

«Καταδικασμένος» να ανέβει μια μέρα στο σανίδι, ο Δημήτρης Χορν, όχι μόνο ακολούθησε τα θεατρικά χνάρια της οικογένειάς του, αλλά δημιούργησε κατόπιν μία δική του σχολή, ένα δικό του στυλ παιξίματος που δυστυχώς μέχρι και σήμερα είναι τόσο ανυπέρβλητος, που όμοιος του σε ταλέντο δε βρέθηκε.

Έτσι, όταν έφυγε από τη ζωή στις 16 του Γενάρη το 1998, πράγματι το θέατρο έμεινε πιο φτωχό. Και είναι αυτή η μοναδική περίπτωση που η συγκεκριμένη φράση δεν είναι κλισέ, αλλά μία θλιβερή διαπίστωση. Άλλον Δημήτρη Χορν ο τόπος δεν έβγαλε. Η αξία του είναι διαχρονική που ακόμη και οι νεότερες γενιές που τον ανακαλύπτουν μέσα από τις λίγες κινηματογραφικές ταινίες του, υποκλίνονται με δέος σε αυτήν.

Είχε, όμως και μία διαχρονική γοητεία. Σεμνός, αριστοκρατικός,  αισθαντικός, φινετσάτος, ένας γνήσιος μποέμ της εποχής, με αστείρευτο χιούμορ κι έντονη διάθεση αυτοσαρκασμού, που μπορούσε να κινηθεί με άνεση στα αλώνια και στα μεγάλα σαλόνια. Και ήταν όλα αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα του που τον έκαναν ακαταμάχητο πάνω στη σκηνή, αλλά και κάτω από αυτήν.

Τον Δημήτρη Χορν τον αγάπησε η Τέχνη, αλλά τον αγάπησαν και οι γυναίκες. Τον αγάπησαν, πολύ. Τον ερωτεύτηκαν παράφορα… Μία από αυτές ήταν και η Εντίθ Πιάφ, η οποία αισθάνθηκε τη μαγεία του κεραυνοβόλου έρωτα μόλις αντίκρυσε μπροστά της το νεαρό, τότε, Χορν.

Ο παθιασμένος έρωτας της Εντίθ Πιαφ

Στα δίχτυα της μυστηριώδους γοητείας που εξέπεμπε, έπεσαν σπουδαίες γυναίκες. Μία από αυτές ήταν και η Εντίθ Πιάφ. Το «σπουργιτάκι» ένιωσε έναν παράφορο μα ανεκπλήρωτο έρωτα για εκείνον, τον οποίο δε δίστασε να εκφράσει μέσα από τις ερωτικές επιστολές που του έστελνε.

Η γνωριμία τους έγινε το 1946, όταν η Πιαφ εμφανίσθηκε στο θέατρο Κοτοπούλη. Ο Χορν ήταν μόλις 25 ετών και η σπουδαία Γαλλίδα τραγουδίστρια έκλεινε τα 31. Μόλις αντίκρυσε το νεαρό ηθοποιό, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Χρόνο πολύ για να γνωριστούν καλύτερα δεν είχαν, μιας κι εκείνη έπρεπε να επιστρέψει στο Παρίσι. Όμως, μαζί της στις αποσκευές πήρε τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που έκαιγαν την καρδιά της και την εικόνα του νεαρού Έλληνα.

Η Εντίθ Πιάφ δε σταματά να τον σκέφτεται. Έτσι, ξεκίνησε να του γράψει μία επιστολή μέσα στην οποία απογυμνώνεται συναισθηματικά. Του ομολογεί όσα αισθάνεται για εκείνον, ενώ δε διστάζει να του γράψει πως άμα το θελήσει κι εκείνος θα τα παρατήσει όλα για χάρη του.

«Σ΄ αγαπώ όσο δεν αγάπησα κανέναν. Τάκη, μη μου πληγώσει την καρδιά. Θα έρθω εγώ κοντά σου τον Νοέμβριο, κανείς στον κόσμο δεν θα με εμποδίσει να έρθω στην Αθήνα, όμως αυτό που πρέπει να κάνεις χωρίς δισταγμό είναι να έρθεις στην Αμερική τον Δεκέμβριο, έτσι θα ξανασμίξουμε εκεί και από εκεί ελπίζω να σε φέρω στο Παρίσι, που όταν το γνωρίσεις θα το αγαπήσεις όσο κι εγώ. Θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και πιστεύω επίσης πως σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πώς είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα. Θα σε περιμένω όσο καιρό θα χρειαστεί. Δεν έχω αγαπήσει άλλον άνθρωπο όσο εσένα. Μην αφήσεις την καρδιά μου να πεθάνει» έγραφε στην τετρασέλιδη επιστολή της.

Μία από τις επιστολές δημοπρατήθηκε από τον οίκο, «Πέτρος Βέργος», ακριβώς 11 χρόνια μετά το θάνατο του Δημήτρη Χορν για 1.500 ευρώ.

Ο έρωτας αυτός φαίνεται ότι έμεινε ανεκπλήρωτος, αφού τότε ο ηθοποιός ήταν παντρεμένος με την πρώτη του γυναίκα, Ρίτα Φιλλίπου. Αν και κάποτε είχε δηλώσει για τον πρώτη του σύζυγο, με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι την απατούσε συνεχώς και της το είχε πει.

Και αν τα μελαγχολικά μάτια της Εντίθ Πιάφ, δεν κατάφεραν να κατακτήσουν την καρδιά του, ήρθαν λίγα χρόνια αργότερα τα ομορφότερα και μελαγχολικότερα μάτια του ελληνικού κινηματογράφου, να την κυριεύσουν ολοκληρωτικά.

Ο παθιασμένος έρωτας με την Έλλη Λαμπέτη

Η αγάπη και το μίσος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και η μοίρα επέλεξε να φτιάξει ένα νόμισμα για τον Δημήτρη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη. Στην αρχή, το κέρμα έδειξε μίσος. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη Σχολή και από την αρχή υπήρξε μία αμοιβαία αντιπάθεια.

Στο μόνο που συμφωνούσαν, ήταν στο πώς έβλεπε ο ένας τον άλλον. Ο Χορν συνήθιζε να λέει για εκείνη πως «είχε το διάολο μέσα της», ενώ εκείνη ότι «έμοιαζε με τσαλαπετεινός. Ήταν αδέξιος… Ένας χαριτωμένος διαβολάκος».

Μέχρι που η μοίρα είπε να ξαναστρίψει το νόμισμα και εκείνο κάθισε στην πλευρά της αγάπης. Ήταν το 1953, όταν η παντρεμένη με τον Μάριο Πλωρίτη, Έλλη Λαμπέτη νιώθει ερωτευμένη με τον Χορν. Προτού βεβαιώσει τα αισθήματά της, τα ομολογεί στο σύζυγό της.

Με τον Χορν παίζουν στη θεατρική παράσταση «Αγαπούλα», όταν πεθαίνει ο πατέρας της. Η Έλλη αποφασίζει να μην αναβληθεί η παράσταση και να παίξουν κανονικά. Ίσως, αυτό να ήταν το τσαφ που άναψε μέσα στον Χορν και πυροδότησε και τα δικά του αισθήματα.

Σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, είναι μαζί της πάνω στη σκηνή, ακόμη και όταν δεν ήταν να εμφανισθεί. Στέκεται δίπλα της και με μοναδική τρυφερότητα την καθησυχάζει. Ο άνθρωπος που τρέμει τις αρρώστιες και δεν θέλει να ακούει για θανάτους, είναι εκεί και ποτίζει με αισιοδοξία για τη ζωή, την εύθραυστη ψυχή της μετέπειτα «Ελλούκας» του.

Οι δυο τους γίνονται ζευγάρι στο Κάιρο. Παραδίνονται στη δίνη του πάθους, ενώ κανείς από τους δύο δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει τα παράνομα μυστικά του έρωτά τους δίπλα στο Νείλο. Τα κουβαλάνε στην Αθήνα κι επιστρέφοντας γίνονται κι επίσημα ζευγάρι.

Η σχέση τους τα είχε όλα σε υπερθετικό βαθμό. Αγάπη, έρωτα, πάθος, ζήλεια. «Δεν τολμούσα να ρίξω μια ματιά σε άλλη γυναίκα… για επτά χρόνια είχα ταραχώδη βίο» είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του ο Χορν.

Το 1959 η σχέση που αγαπήθηκε από το κοινό, έριξε κι επίσημα αυλαία. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του, που ποτέ στο μέλλον δεν αντάμωσε ξανά.

Ο Χορν σε συνέντευξή του στη Σεμίνα Διγενή το 1993, είχε πει ότι η Έλλη Λαμπέτη διάβαζε υπέροχα. Αυτή ήταν η ανάμνηση που είχε κρατήσει από εκείνη. Δεν ήταν, όμως, λίγοι εκείνοι, που είχαν συνδέσει την απόφασή του να αποσυρθεί το 1983, εξαιτίας του θανάτου της Λαμπέτη, την ίδια χρονιά. Αν έχει δόση αλήθειας αυτό, το γνώριζε μόνο εκείνος.

«Την αγάπησα πάρα πολύ…»

Όσο και αν η σχέση του με την Έλλη Λαμπέτη έμοιαζε με παραμύθι, ο Δημήτρης Χορν με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, έλεγε ότι δεν ήταν η γυναίκα της ζωής του. Τον τίτλο και το προνόμιο αυτό τον είχε μόνο μία, η Άννα Γουλανδρή, η δεύτερη σύζυγός του.

Γνωρίστηκαν, όταν ήταν ακόμη νέοι και το πρώτο πράγμα που του είχε κάνει εντύπωση, ήταν το αστραφτερό της χαμόγελο. Όμως, εκείνη την εποχή η Άννα Γουλανδρή (της γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας) ήταν παντρεμένη με τον πρέσβη Λεωνίδα Παπάγο.

Όταν, όμως, χώρισαν το 1967, σύντομα παντρεύτηκε τον Δημήτρη Χορν με τον οποίο έμειναν μαζί μέχρι το 1988, όταν εκείνη έφυγε από τη ζωή. Ο χαμός της καταρράκωσε τον σπουδαίο ηθοποιό, μιας και η Άννα Γουλανδρή ήταν η γυναίκα της ζωής του. «Την αγάπησα πάρα πολύ» έλεγε για τη δεύτερη γυναίκα του.

Μετά το θάνατό της αποσύρθηκε απ’ όλα. Οι φίλοι λιγόστεψαν από δίπλα του και αυτό από επιλογή του. Ήθελε κοντά του λίγους και καλούς. Και οι φίλοι του Χορν ήταν και σπουδαίοι στο «ανάστημά» τους. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Μάνος Χατζηδάκις και Οδυσσέας Ελύτης ήταν ο στενός του κύκλος.

Για τον Χορν η αντρική φιλία ήταν ιερή και σε αυτήν κατέφυγε στα χρόνια της μοναξιάς. Το 1994 έφυγε από τη ζωή ο πρώτος της παρέας, ο Μάνος Χατζηδάκις. Το 1996 ο Οδυσσέας Ελύτης και δύο χρόνια αργότερα τον ακολούθησε ο Τάκης Χόρν.

Ήταν 16 του Γενάρη το 1998 όταν το ελληνικό θέατρο έγινε πραγματικά φτωχό. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, πήγε να τους βρει ο τέταρτος της παρέας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. «Με τον Καραμανλή έχουμε κοινό ότι είμαστε στον ίδιο αστερισμό (σ.σ. ήταν και οι δύο Ιχθύες)» έλεγε με το χιούμορ που τον χαρακτήριζε για τον πιο στενό του φίλο που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του για εκείνο.



Πηγή