Ο ρόλος του ουρικού οξέος στην ανάπτυξη της νόσου. Τι είναι η υπερουριχαιμία και πως σχετίζεται με την ουρική αρθρίτιδα. Ποια είναι τα συμπτώματα αυτής της αρθρίτιδας και πως αντιμετωπίζεται.

Η ουρική αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης αρθροπάθεια. Είναι ενδεχομένως η συχνότερη φλεγμονώδης πάθηση των αρθρώσεων. Παλιά ήταν γνωστή και ως «ποδάγρα» λόγω της συχνής εντόπισής της στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Ο όρος, όμως δεν χρησιμοποιείται πλέον καθώς η άρθρωση αυτή (λέγεται 1η μεταταρσιοφαλαγγική) δεν είναι η μόνη που προσβάλλεται από τη νόσο.

Η εμφάνισή της οφείλεται στην αδυναμία του οργανισμού να ρυθμίσει τα επίπεδα της παραγωγής ή της αποβολής του ουρικού οξέος. Το ουρικό οξύ είναι μια ουσία που παράγει ο οργανισμός ως τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών – μίας ομάδας πρωτεϊνών που περιέχονται σε διάφορες τροφές.

Φυσιολογικά, το ουρικό οξύ αποβάλλεται από τον οργανισμό κατά τα δύο τρίτα μέσω των νεφρών και κατά το ένα τρίτο μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα. Όταν ο οργανισμός δεν μπορεί να ρυθμίσει την παραγωγή ή την αποβολή του ή και τα δύο, τότε προκαλείται μια κατάσταση που ονομάζεται υπερουριχαιμία.

«Υπερουριχαιμία σημαίνει επίπεδο ουρικού οξέος άνω των 6,8 mg/dl», εξηγεί ο κ. Δήμος Πατρίκος, διευθυντής ρευματολόγος στο Μetropolitan Hospital. «Η υπερουριχαιμία προκαλεί την εναπόθεση κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου στις αρθρώσεις και στους περιβάλλοντες ιστούς, με αποτέλεσμα τη φλεγμονή τους. Η φλεγμονή αυτή είναι η ουρική αρθρίτιδα».

Από την υπερουριχαιμία στην ουρική αρθρίτιδα

Στα αρχικά στάδιά της η υπερουριχαιμία είναι «σιωπηρή». Αυτό σημαίνει ότι για αρκετό καιρό έχει κάποιος αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος, χωρίς να αναπτύσσει συμπτώματα. Στην πραγματικότητα, μεγάλο ποσοστό των πασχόντων δεν εκδηλώνουν τελικά ουρική αρθρίτιδα. Μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 10-15% θα την εκδηλώσουν κάποια στιγμή.

Ο χρόνος κατά τον οποίο θα συμβεί αυτό δεν είναι συγκεκριμένος. Ούτε γνωρίζει κανείς με ακρίβεια γιατί η πλειονότητα των πασχόντων από υπερουριχαιμία, δεν εκδηλώνουν ουρική αρθρίτιδα. Ως φαίνεται, όμως, ορισμένοι παράγοντες ευνοούν την εμφάνισή της. Αυτοί είναι:

  • Οι συχνοί μικροτραυματισμοί της άρθρωσης
  • Η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ
  • Η πλούσια σε πουρίνες διατροφή
  • Η λήψη ορισμένων φαρμάκων (ασπιρίνη, διουρητικά, αλλοπουρινόλη)

Ποια άτομα προσβάλλει η νόσος

Η ουρική αρθρίτιδα εμφανίζεται συνήθως μετά τα 50 έτη. Προσβάλλει τους άντρες συχνότερα από τις γυναίκες (σε αναλογία 5 προς 1). Σχετίζεται με τον τρόπο ζωής στον λεγόμενο δυτικό κόσμο (1-2% του πληθυσμού θα την εκδηλώσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους).

Τα στοιχεία λένε ότι τα ποσοστά της διπλασιάστηκαν το διάστημα 1990-2010. Εκτιμάται ότι η αύξηση της νόσου σχετίζεται με:

  • Το αυξανόμενο προσδόκιμο ζωής
  • Τις αλλαγές στη διατροφή
  • Την αύξηση των ασθενών με νόσους που σχετίζονται με την ουρική αρθρίτιδα (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο, υπέρταση)

Ποιες αρθρώσεις προσβάλλει

Στα κάτω άκρα, εκτός από την πρώτη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση (το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού) προσβάλλονται επίσης:

  • Οι ταρσοί
  • Οι ποδοκνημικές αρθρώσεις (αστράγαλοι)
  • Τα γόνατα

Στα άνω άκρα προσβάλλονται:

  • Οι καρποί
  • Οι αγκώνες
  • Τα δάκτυλα των χεριών

Τα συμπτώματα

Ως φλεγμονώδης νόσος, η ουρική αρθρίτιδα προκαλεί όλα τα συμπτώματα της οξείας φλεγμονής, δηλαδή:

  • Πόνο. Μπορεί να είναι από μέτριας έντασης έως πολύ ισχυρός, οξύς και έντονος. Μπορεί να εμποδίζει το βάδισμα ή να αφυπνίζει τον πάσχοντα στη διάρκεια της νύχτας. Υπάρχουν ασθενείς που λόγω του πόνου δεν αντέχουν ούτε το βάρος του σκεπάσματος πάνω στην πάσχουσα άρθρωση
  • Πρήξιμο των προσβεβλημένων αρθρώσεων
  • Θερμότητα και ερυθρότητα
  • Περιορισμό της κινητικότητας των πασχουσών αρθρώσεων

Τα συμπτώματα αυτά αρχικά διαρκούν έως 2 εβδομάδες. Στη συνέχεια υποχωρούν, ακόμα και χωρίς θεραπευτική αγωγή. Όμως, μετά από κάποιες εβδομάδες, μήνες ή χρόνια, η φλεγμονή επανεμφανίζεται στην ίδια άρθρωση και σε άλλες. Στη συνέχεια, «υποχωρεί ξανά, επανεμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο κ.ο.κ., με τη διάρκεια των επεισοδίων να μεγαλώνει, τη χρονική απόσταση μεταξύ τους να μικραίνει και τη φαρμακευτική αγωγή να γίνεται αναγκαία για την αντιμετώπισή της», εξηγεί ο κ. Πατρίκος.

Εάν το μοτίβο εξάρσεων/υφέσεων δεν αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, η οξεία ουρική αρθρίτιδα από υποτροπιάζουσα μεταπίπτει σε χρονία νόσο, μετά την πάροδο περίπου 10 ετών.

Κατά την χρόνια ουρική αρθρίτιδα αρκετές αρθρώσεις είναι μόνιμα επώδυνες, πρησμένες και με περιορισμένη κινητικότητα. «Οι βλάβες αυτές είναι πλέον μη αναστρέψιμες. Το αυξημένο ουρικό οξύ «αποθηκεύεται» με τη μορφή κρυστάλλων ουρικού μονονατρίου στις αρθρώσεις και σε άλλα σημεία του σώματος, δημιουργώντας διογκώσεις που ονομάζονται τόφοι», εξηγεί ο ιατρός.

Η διάγνωση

Η διάγνωση τίθεται με τη λήψη του ιστορικού, την κλινική εξέταση του ασθενούς και την εξέταση αρθρικού υγρού ή δείγματος από υπάρχοντα ουρικό τόφο.

Εάν κατά την εξέταση του υγρού ή του δείγματος εντοπιστούν οι χαρακτηριστικοί κρύσταλλοι του ουρικού μονονατρίου, τότε πρόκειται για ουρική αρθρίτιδα.

Εάν γίνει καλλιέργεια αρθρικού υγρού, το οποίο ελήφθη κατά τη διάρκεια της φλεγμονής, αυτή θα πρέπει να είναι στείρα μικροβίων. Αυτό είναι απαραίτητο για να αποκλειστεί η σηπτική αρθρίτιδα (οφείλεται σε μικρόβια), για την οποία απαιτείται διαφορετική θεραπεία.

Οι επιπλοκές

Χωρίς την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή η ουρική αρθρίτιδα οδηγεί σε μόνιμη παραμόρφωση και καταστροφή των πασχουσών αρθρώσεων. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί να οδηγήσουν:

  • Σε νεφρικά προβλήματα (π.χ. λιθίαση, νεφρική ανεπάρκεια)
  • Σε καρδιαγγειακά προβλήματα (λ.χ. αρτηριακή υπέρταση)

Μπορεί επίσης να συνδυάζονται με υπερλιπιδαιμία (αυξημένη χοληστερόλη και τριγλυκερίδια). Συνήθως τα άτομα με ουρική αρθρίτιδα είναι παχύσαρκα και πάσχουν από το λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο.

Η θεραπεία

Η ουρική αρθρίτιδα απαιτεί μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή για τα αυξημένα επίπεδα ουρικού, καθώς και μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις. Η επιλογή της φαρμακευτικής αγωγής γίνεται από τον ρευματολόγο ιατρό και προσαρμόζεται στις συνυπάρχουσες παθήσεις και τις ιδιαιτερότητες κάθε ασθενούς, με στόχο τις κρίσεις και την πρόληψή τους. Τα φάρμακα που χορηγούνται είναι:

  • Η κολχικίνη
  • Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
  • Τα γλυκοκορτικοστεροειδή (κορτιζόνη)
  • Οι αναστολείς ιντερλευκίνης 1 (σε ανθεκτικές περιπτώσεις)

Για την αντιμετώπιση της υπερουριχαιμίας χορηγούνται κυρίως φάρμακα που:

  • Μειώνουν την παραγωγή του ουρικού οξέος ή
  • Αυξάνουν την αποβολή του από τον οργανισμό όπου αυτά είναι διαθέσιμα.

Η μη φαρμακευτική αντιμετώπιση των ασθενών συμπεριλαμβάνει:

  • Έλεγχο για συγγενείς ή επίκτητες καταστάσεις που ευνοούν την υπερουριχαιμία.
  • Εφόσον είναι δυνατόν, αντικατάσταση τυχόν λαμβανομένων φαρμάκων που ευνοούν την υπερουριχαιμία από άλλα που δεν την ευνοούν.
  • Συστάσεις διατροφής και τρόπου ζωής (τροφές που πρέπει να αποφεύγονται, τροφές που επιτρέπονται, δίαιτα και ελεγχόμενη απώλεια βάρους, ήπια και καθημερινή άσκηση).

Η διατροφή

Ο κ. Πατρίκος τονίζει πως πρέπει να αποφεύγονται οι τροφές που είναι πλούσιες σε πουρίνες, όπως:

  • Εντόσθια
  • Ζωμός κρέατος
  • «Μικρά» κρέατα (όπως αρνί και κατσίκι)
  • Οστρακοειδή (όπως μύδια, στρείδια κ.ά.)
  • Μικρά ψάρια (όπως σαρδέλα, σκουμπρί, γαύρος, ρέγγα)
  • Το αλκοόλ και κυρίως η μπύρα
  • Τα αναψυκτικά με γλυκαντικά.

Οι ασθενείς επιτρέπεται να καταναλώνουν:

  • Γαλακτοκομικά χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά
  • Αυγά
  • Ζυμαρικά
  • Ρύζι
  • Πατάτες (όχι τηγανητές)
  • Φρούτα και χυμούς φρούτων
  • Λαχανικά (εκτός από αρακά, φασόλια, σπανάκι, φακές, σπαράγγια, μανιτάρια, ντομάτα και κουνουπίδι)
  • Ελαιόλαδο και ελιές
  • Μέλι
  • Δημητριακά
  • Λευκό ή καλαμποκίσιο ψωμί
  • Ροφήματα όπως καφές τσάι και κακάο

Φωτογραφία: iStock



Πηγή